All Gone

All Forgotten, All Blurred, All… Present

  • Tweetin’ All Gone Away

Archive for 26 Μαρτίου 2012

Post punk production Vol.2: Steve Lillywhite, commander of O.B.E. – Part 1

Posted by gone4sure στο 26 Μαρτίου 2012

Ένα αφιέρωμα στον παραγωγό που νιώθει το rock ως δόξα.

Part 1 Steve Lillywhite No.1 – No.38

Ως δεύτερο στη σειρά (και όχι “τη τάξει”) παραγωγό του new wave, μετά τον Mike Howlett, αποφάσισα να παρουσιάσω τον Steve Lillywhite, τον προσφάτως (Δεκέμβρης 2011) χρισμένο ως Commander της OBE (Order Of The British Empire) για μια σειρά από λόγους προφανείς και μη.

Ο Lillywhite, πενήντα επτά ετών σήμερα, ξεκίνησε μέσα από τα σπλάχνα του punk και μεγαλούργησε εμπορικά και καλλιτεχνικά, μέσα από ένα πραγματικά καλειδοσκοπικό εύρος καλλιτεχνών στους οποίους έκανε παραγωγή. Μέσα στα τριάντα πέντε χρόνια της δισκογραφικής δράσης του, έχει καταπιαστεί με κάθε είδος και υπο-είδος του rock που ήρθε στην επιφάνεια μετά το punk. Παρέμεινε πιστός στις αρχές του ήχου του, ευέλικτος στις επιθυμίες των groups με τα οποία συνεργάστηκε, ανοιχτός και τολμηρός σε “κόντρα” προκλήσεις, ακόμα και στα όχι και τόσο πετυχημένα εγχειρήματά του, ακόμα και στις ηχηρές μετριότητες τις οποίες επιμελήθηκε. Το κυριότερο, παραμένει ενεργός και ακμαίος και σήμερα, με κυκλοφορίες που φέρουν την υπογραφή του να αναμένονται, από Killers και Dave Matthews Band, πριν καν τελειώσει η χρονιά.

O Lillywhite, υπήρξε αυτός, που κατά πολλούς, διαμόρφωσε τον ήχο των U2 στα πρώτα βήματά τους και παρέμεινε κοντά τους, με on – off χρονικά διαστήματα, μέχρι σήμερα. Και μόνο αυτό σημαίνει ότι άμεσα ή έμμεσα, ο Steve Lillywhite, διαμόρφωσε σε μεγάλο μέρος τον ήχο του σημερινού mainstream rock. Μπήκε στη διαδικασία να τιθασεύσει το punk, να αναδείξει τις πιο ουσιαστικές αρετές του new wave και της power pop, να καταπιαστεί με την synth pop χωρίς όμως να “βουτήξει” στα βαθιά μέσα της, να παίξει με τις έντεχνες πρωτοποριακές μορφές της –προς την world κατεύθυνση ή προς την jazzy-, να ζυμωθεί με το αμερικανικό rock των κολλεγίων, με το grunge και τo brit rock. Ο Lillywhite, δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να ασχοληθεί είτε με τους Rolling Stones, είτε με την Toyah, αρκεί το προσωπικό όραμά του στο στούντιο, να καλύπτεται από το παραγόμενο αποτέλεσμα. Και αυτό το όραμα, έχει κάποια χαρακτηριστικά, που διατρέχουν όλη τη δουλειά του –από τις πρώτες μέρες της Island και της Beggars Banquet– μέχρι τις πρόσφατες περφεξιονιστικές παραγωγές της πρόσφατης περιόδου των U2.

Έμφαση στην κιθάρα (ανεβασμένη, προεξάρχουσα, ξεκάθαρη, τραγανή), ελαχιστοποίηση των πιατινιών (η συμβολή του στον κρουστό ήχο θεωρήθηκε πραγματική στουντιακή επανάσταση με τη δουλειά του στον Peter Gabriel το 1980 και όλη την κατοπινή έξαρση του arena rock), συγκέντρωση της μπάντας με την οποία δουλεύει στην πυρηνική, απλούστερη δυνατή (ανά περίπτωση) εστία του ορθόδοξου rock, τονισμός του νεύρου, της ρυθμικής έντασης και του ψυχικού drive των μουσικών. Αυτά είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της κατά-Lillywhite παραγωγής – μία ακρόαση όλων των επιλεγμένων, παρακάτω, δειγμάτων της δουλειάς του, θα σας βοηθήσει να καταλάβετε τα συγκριτικά πλεονεκτήματα και τις προτιμήσεις της παραγωγής του. Επιπλέον, ο Lillywhite θριάμβευσε επειδή συν τοις άλλοις είναι και εξαιρετικός ηχολήπτης και “συμμείκτης” των ήχων.

Από το 1976 που δούλευε ως παιδί για όλες τις δουλειές στην Phonogram (απ’ όπου τον πήραν οι Ultravox στην Island για την παραγωγή του “Ha Ha Ha” μαζί με τον Brian Eno) μέχρι τις πρώτες punk δουλειές του στην Beggars Banquet μαζί με τον Ed Hollis, ο Lillywhite καλλιέργησε μία εξαιρετική δεξιοτεχνία στην κονσόλα της ηχοληψίας, η οποία κεφαλαιοποιήθηκε αργότερα όταν ωριμάζοντας δούλεψε με τους Banshees, τους XTC και τους Penetration.

Όπως και στην περίπτωση του Howlett, έτσι και εδώ, συγκέντρωσα από όλα τα ονόματα στα οποία έκανε παραγωγή σε όλη την καριέρα του ο Lillywhite, ένα τραγούδι από το καθένα (χαρακτηριστικό κατά τη δική μου γνώμη), τα άκουσα, τα ξανάκουσα και τα ξανάκουσα, τα βασάνισα και τα “αποδόμησα” ηχητικά, πριν καταλήξω στην τελική κατάταξή τους, που φυσικά είναι αξιολογική, από το χειρότερο προς το καλύτερο, με μία ενδεικτική συγκριτική βαθμολογία στο τέλος της ταυτότητας του κάθε τραγουδιού. Η δουλειά ήταν κοπιαστική (αλλά απολαυστικότατη) και είναι ίσως περιτό να πω (αλλά θα το πω) ότι πριν και πάνω απ’ όλα την έκανα για να μάθω και να απολαύσω εγώ. Τώρα που ολοκλήρωσα, τη μοιράζομαι με χαρά μαζί σας.

Επειδή ο όγκος των 76 τραγουδιών είναι μεγάλος, χώρισα το υλικό σε δύο μέρη από 38 τραγούδια. Σε αυτό το post, το πρώτο μέρος.

Νο.01 – Νο.38 (Dld here)

No.01
Act: Toyah
Song: Brave New World
From:  “Brave New World / Warrior Rock” 7” Single,
“The Changeling” LP
Label: Safari
Year: 1982
Written by: Joel Bogen, Phil Spalding
File under: Nu Pop
White Lillies: 2,5/10

Η καημένη η Toyah είχε πάντα το προφίλ της cult ντίβας στο αγγλικό προσκήνιο, από τα τέλη των 70’s που ξεκίνησε την ποικιλόμορφη καριέρα της για να καταλήξει σήμερα να απολαμβάνει τη φήμη μίας παρουσίας που ασχολείται γενικά με την τέχνη αλλά κανένας από τους Βρετανούς που δείχνει συμπάθεια στο πρόσωπό της, δεν ξέρει ακριβώς γιατί “πρέπει” να τη συμπαθεί. Μέτρια τραγουδοποιός, αδιάφορη τραγουδίστρια, περιστασιακή ηθοποιός και συγγραφέας, η Toyah είχε πάντα προωθητική δύναμη την ανάγκη της να βρίσκεται μονίμως στο προσκήνιο και από το 1986, το credit του γάμου της με τον Robert Fripp. Το αν απασχολούσαν κανέναν, οι δραστηριότητές της είναι μία πονεμένη υπόθεση. Ξεκινώντας ένα σερί δίσκων από το 1979, ο Steve Lillywhite την πέτυχε στο τέταρτο album της, όταν η ίδια αποφάσισε να αλλάξει τη συνεργασία της με τον έμπειρο Nick Tauber που είχε αναλάβει σχεδόν αποκλειστικά την παραγωγή της. Η αλλαγή προς τον Lillywhite, έγινε για την δοκιμή του περίφημου ήχου του για τον οποίο μιλούσε η αγγλική βιομηχανία. Φαντάζομαι ο Lillywhite δεν θα νιώθει και πολύ περήφανος για το “ναι” του. Το “Changeling” ήταν ένα αξιοθρήνητο album, χωρίς τραγούδια –στο παρελθόν είχε καταφέρει να φτιάξει δύο τρία συμπαθητικά singles, εδώ κι εκεί- παραγεμισμένο με ένα σωρό στουντιακή τεχνολογία και ανυπόφορα κλαταρισμένο. Το “Brave New World” είναι ένα τραγούδι που συνοψίζει όλους σχεδόν τους λόγους αποτυχίας της καριέρας της Toyah σε κάθε επίπεδο: τραγουδάει –χωρίς κανένα χρώμα που θα την έκανε ενδιαφέρουσα- ένα θέμα περί υποβλητικών καινούργιων αρχών σε έναν κόσμο που αλλάζει με την ίδια στο επίκεντρο να παρακολουθεί με δέος τριγύρω, τραγούδι όμως στην ουσία, δεν υπάρχει, παρά μόνο μία άρδην σπαταλημένη, ενορχηστρωτική ενέργεια. Νιώθει κανείς την εμμονή της Toyah με τους παραμυθόκοσμους (με ξεκάθαρη ζήλεια για τη Siouxsie και την Kate Bush) τόσο έντονα, που φτάνει στα όρια της αστειότητας, όχι μόνο στη μουσική της αλλά και στην πλουμιστή, “λατερνάτη” εικόνα της που συχνά ξεπερνούσε τα όρια του σούργελου. Ματαιοδοξία και υπερβολή σε αγαστή σύμπνοια. Την επόμενη χρονιά ξαναγύρισε στον παραγωγό Nick Tauber, λες και αυτό ήταν το πρόβλημα.

No.02
Act: Johnny G
Song: Call Me Bwana!
From:  “Call Me Bwana! / Suzy Was A Girl From Greenford” 7” Single
Label: Beggars Banquet
Year: 1977
Written by: John Gotting
File under: Reggae
White Lillies: 3/10

Παρότι ο ποιητής δρόμου και punk είρωνας Johnny G χαιρετίστηκε ως το αντίπαλο δέος του Patrick Fitzgerald, παρότι δεν ήταν καινούργιος στη μουσική σκηνή όταν άρχισε να ηχογραφεί solo (είχε προηγηθεί η εμπειρία του στη μπάντα Johnny G & The Claimants στις αρχές των 70’s), παρότι ιστορικά κατέχει μία περίοπτη θέση στα νεοκυματικά χρονικά, ως μόλις ο δεύτερος καλλιτέχνης που κυκλοφόρησε δίσκο στην νεοσύστατη Beggars Banquet (πρώτοι ήταν οι Lurkers), το ντεμπούτο single του σε παραγωγή Lillywhite ακούγεται στα αυτιά μου ως ένα σαχλό, εξυπνακίστικο reggae στο κλίμα της σύζευξης της τζαμαϊκανής κουλτούρας με τους λονδρέζους punks. Σαρδόνειος, καυστικός και τολμηρός μεν, ο Johnny G στο “Call Me Bwana!” πλην όμως, ακούγεται σαν φτηνός διασκεδαστής αντίστοιχου αναψυκτηρίου της εποχής… Η συνέχειά του ήταν σαφώς καλύτερη και πιο εντυπωσιακή (το δεύτερο single του, το εύγλωττα τιτλοφορημένο “Hippy Graveyard” και το ντεμπούτο album του “Sharp Natural” έστρωσαν το προφίλ και την μικρή αλλά ουσιαστική καριέρα του). Ο Lillywhite το 1977 έμπαινε στην Beggars Banquet ως σάρξ εκ της σαρκός του punk και έκανε παραγωγή –μοιράζεται, εδώ, το credit μαζί με τον Ed Hollis– σε όποιο group το είχε ανάγκη, γυμνάζοντας παράλληλα την ικανότητά του στην κονσόλα για τη μελλοντική εξέλιξή του. Στο “Call Me Bwana!” η συμβολή του Lillywhite κάθε άλλο παρά δημιουργική μπορεί να χαρακτηριστεί: μάλλον μιμείται την τζαμαϊκανή εμπειρία και μαζί με αυτήν όλα τα κλισέ της σε ένα, ουσιαστικά, σχηματικό τραγούδι που βασίζεται μόνο στο attitude και την εκφορά των στίχων. 

No.03
Act: Jane Kennaway
Song: Celia
From:  “Celia / Radio” 7” Single
Label: Deram
Year: 1981
Written by: Jane Kennaway
File under: Pop Rock
White Lillies: 3/10

H Jane Kennaway είναι μία πολύ αποψάτη τραγουδοποιός από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 που υποτίθεται έγραφε προσωπικά και ιδιαίτερα, με τσαγανό και χωρίς περιττές φιλαρέσκειες, πλην όμως στάθηκε άτυχη, καθότι η εταιρία της Deram την ξαπόστειλε μετά από τρία singles, πάνω που θα ηχογραφούσε το album της. Πρόσφατα μάλιστα κυκλοφόρησε μία συλλογή με τα άπαντά της, (το “I.O.U.” από την LTM) με έναν αέρα ότι παρέχει την συγκλονιστική δουλειά μιας τραγουδοποιού που δεν ευτύχησε καλλιτεχνικά. Τίποτα από όλα τα μεγαλόσχημα που έχουν γραφτεί για την Kennaway, δεν μπορώ να συμμεριστώ. Η αλήθεια είναι ότι το ντεμπούτο single της, “I.O.U.” που κυκλοφόρησε ως Strange Behaviour (ένα minor hit του 1980 στο βρετανικό chart, με κιθαριστικό riff εγκληματικά όμοιο με αυτό του “Hot Stuff” της Donna Summer) ήταν μέχρι και συμπαθητικό, σε παραγωγή Andy Duncan. Ωστόσο, το επόμενο, δεύτερο single της, “Celia” σε παραγωγή του Steve Lillywhite ήταν μία μάλλον ανεστίαστη σύνθεση χωρίς μελωδική ραχοκοκκαλιά που έμοιαζε σαν παραλειπόμενο της Siouxsie, ή σαν κλεμένο από τον με κόπο, γεμισμένο με τραγουδάκια, κορβανά της Toyah. Η Jane Kennaway, σαφώς επηρρεασμένη από το στιλάτο ύφος της καλλιτέχνιδας που παίρνει την καριέρα της στα χέρια της και τους λαρρυγγισμούς που επέβαλλε η Siouxsie, δεν ήθελε να καταχωρηθεί ως μία ακόμα pop star και επιδιδόταν σε ένα macho και arty farty ερμηνευτικό ύφος, χωρίς όμως να το γεμίζει με ένα περιεχόμενο που να αφορά. To “Celia” είναι ένα ασχημάτιστο τραγούδι με δραματική ενορχήστρωση που ξεφεύγει από το new wave, με κιθαριστικά solos και τα ρέστα που υπογραμίζουν την αφήγηση σχετικά με την “Celia που ήταν δασκάλα και πρέπει να επιστρέψει στη Γενεύη” για κάποιο λόγο και αυτό γίνεται μείζον θέμα. Ο Lillywhite δεν έχει υλικό να δουλέψει και δίνει έμφαση σε τερτίπια της κιθάρας. Το επόμενο single της “Year 2000” και τελευταίο πριν πάρει απαλλακτικό από την Deram, κυκλοφόρησε σε παραγωγή του Thomas Dolby, ο οποίος το έγραψε από κοινού με την Kennaway – μία ακόμα αχρείαστη, ρυθμική μετριότητα.

No.04
Act: Crossfade
Song: Already Gone
From: “Falling Away” LP
Label: Columbia
Year: 2006
Written by: Ed Sloan, Mitch James, Les Hall
File under: Post-grunge rock
White Lillies: 4/10

Σαν να μην έφτανε το grunge αυτό καθ’αυτό, που διέστρεψε εν πολλοίς, πολλά αυτονόητα περί ανόθευτου, γνήσιου rock ‘n’roll στα μυαλά των νέων Αμερικανών, κατέφτασε και το post-grunge στα 00’s για να αποτελειώσει κάθε υγιή αντίληψη περί του τι σημαίνει μία σύγχρονη rock μπάντα. Οι Crossfade από την Columbia της Νότιας Carolina, στα τρία albums τους που έχουν φτιάξει από το 2004 και μετά, μυρηκάζουν σχεδόν αυτιστικά όλα τα κλισέ του περιβόητου post grunge ήχου, ο οποίος θα μπορούσε να συνοψιστεί με ασφάλεια ως “grunge με κορπορατικό χαρακτήρα”. Το “Already Gone”, ως ένα από τα τρία singles του δεύτερου album τους, ακούγεται μέτριο, κλισαρισμένο και αφόρητα βουτηγμένο στην σκληρή, ημι-μεταλλική μανιέρα – σαν Alice In Chains σε ξενέρωτη φάση. Ο Lillywhite συνεχίζει να διεκπεραιώνει σχεδόν στον αυτόματο πιλότο και με κλειστά μάτια, ένα rock που δεν έχει ανάγκη κανένας και ανταποκρίνεται μόνο ως στιλ στις ανάγκες του κοινού του. Δεν είναι τυχαίο, ότι οι Crossfade –και η αντίστοιχη συνομοταξία την οποία αντιπροσωπεύουν- δεν έχει καταφέρει να περάσει τον Ατλαντικό και να έρθει στην Ευρώπη, ούτε ως γνωριμία. Αντίθετα, επιβιώνουν σε μία Αμερική που πλέον, καταναλώνει λίγο “αναίσθητα” οτιδήποτε ακούγεται ως καινούργιο όνομα αλλά έχει αδιαπραγμάτευτα παλιό ήχο. Ο Ed Sloan παριστάνει τον πολύ δραματικό, με φωνή και κιθάρα επαρκώς macho αλλά και με οριακά εύθραυστο προφίλ – οι rockers που ετοιμάζονται να καταρρεύσουν προφανώς, ανάβουν τη libidο του αμερικανικού κοινού.

No.05
Act: King Trigger
Song: The River
From:  “The River / Push Or Slide” 7” Single,
“Screaming” LP
Label: Chrysalis
Year: 1982
Written by: Stuart Kennedy, Martyn Clapson, Ian Cleverly, Trudi Baptiste, Sam Hodgkin
File under: Tribal Nu Pop
White Lillies: 4/10

Ο Sam Hodgkin τραγουδάει στο “River” με μία επίμονη καγκουριά, με έναν ψυχαναγκασμό τεστοστερόνης που τον υποχρεώνει να παριστάνει ότι ο ερωτικός προσανατολισμός του είναι ξεκάθαρα ανελαστικός. Είναι προφανές ότι ο Hodgkin ήθελε να πάρει μόνο την αφρόκρεμα από το tribal chic της pop της εποχής του και όχι και το bi-sexual κατάλοιπο των νεορομαντικών που πήγαινε πακέτο με αυτό. Το “River” είναι ένα κομμάτι με πολύ σκόνη του χρόνου πάνω του, ερχόμενο από μία εποχή που ο McLaren και η Westwood είχαν ήδη λανσάρει με μεγάλη επιτυχία τη νέα μόδα τους, αυτό το patchwork chic που ανέδειξε ονόματα σαν τους Adam & The Ants του “Prince Charming”, τους Bow Wow Wow του “See Jungle” και τους Wide Boy Awake του “Slang Teacher”. Το gender bender έκανε θραύση σε αυτή την πλούσια σε πολυρυθμικά κρουστά και άφθονο φυλετικό afro-μακιγιάζ, εποχή. O Sam Hodgkin μαζί με τον (αδικοχαμένο στα 48 χρόνια του, το 2009) κιθαρίστα Martyn Clapson προέρχονταν από τους neo-mods Scoop και η κουλτούρα τους ήταν διαφορετική από την εκρηκτική χρωματιστή pop με τα εκκωφαντικά κρουστά. Από την άλλη, ο μπασίστας των Blue Orchids, Stuart Kennedy και οι κρουστοί (drums, percussion αντίστοιχα, οι Trudi Baptiste και Ian Cleverly) δεν είχαν και πολλούς συνεκτικούς ιστούς μεταξύ τους, όταν όλοι μαζί σχημάτιζαν το βραχύβιο σχήμα των King Trigger. Οι οποίοι αρχικά ονομάζονταν Screaming King Trigger αλλά λόγω του ενοχλημένου, από την ομοιότητα του ονόματος, Screaming Lord Sutch, το περιόρισαν. Οι King Trigger έγιναν μέχρι και εξώφυλλο στο Melody Maker το 1982 ως νόστιμη ελπίδα για το μέλλον – μία από κείνες τις πολλές περιπτώσεις που έσκασαν με πάταγο στην αναξιοπιστία και την ακυρότητα. Με μέτριο υλικό στα χέρια του, ο Steve Lillywhite, δεν είχε να κάνει και πολλά πράγματα: τόνισε στο max τα κρουστά, δυνάμωσε τη φωνή του Sam Hodgkin σε σημείο αστειότητας (σαν λοχίας με στρατιώτες διαλυμένους από hangover, φωνάζει) και άφησε το project στην τύχη του. Την όχι και αξιοζήλευτη τύχη του.

No.06
Act: Counting Crows featuring Sheryl Crow
Song: American Girls
From: “American girls / Start Again” 7”,
“Hard Candy” LP
Label: Geffen Records
Year: 2002
Written by: Adam Duritz
File under: Roots Rock
White Lillies:  4/10

Στο ίδιο μοτίβο με τους υπόλοιπους νεοπαραδοσιακούς, οι Counting Crows από το Los Angeles που ξεκίνησαν ορμητικά το 1993 με το “Mr. Jones” στα charts, παίζουν αυτό το rock που ακούγεται να προκαλεί αχό για το τίποτα – ή σχεδόν για το τίποτα. Στο τέταρτο album τους, προσέλαβαν τον Steve Lillywhite στην παραγωγή, αφού είχαν περάσει στα προηγούμενα τρία, από τον T-Bone Burnette, τον Gil Norton και τους David Lowery και Dennis Herring. Ο Lillywhite χρησιμοποιεί και εδώ τη συνταγή που έχει από τα 00’s και μετά για να ανταποκρίνεται στην ακατάσχετη αμερικανίλα: στρώνει καθαρά και ξάστερα τον ήχο, κάνει κάθε όργανο να ακούγεται λες και υπάρχει μόνο αυτό στην ενορχήστρωση και κρατάει τα επίπεδα της έντασης ψηλά, καταργώντας τις κοιλιές στον ήχο. Ο τραγουδιστής και πρωταγωνιστική φιγούρα του group, Adam Duritz τραγουδάει με αυτήν την ενεργητική, αμερικανική καθαρότητα, ισορροπώντας ανάμεσα στην νεανικότητα και στην ακίνδυνη ασφάλεια της παράδοσης. Ο κόσμος των Counting Crows φαντάζει απέραντα πληκτικός επί είκοσι σχεδόν χρόνια τώρα – τίποτα δεν κινείται σε αυτόν. Έτσι και το “American Girls”, ένα single από το τέταρτο album τους, στο οποίο καλούν την άλλη πρέσβειρα του συντηρητικού νεοπαραδοσιακού, ημι-έντεχνου rock, την Sheryl Crow να τους στέρξει στα φωνητικά, σε μία σύνθεση κατά την οποία όλα λειτουργούν ρολόι ενορχηστρωτικά, αλλά μετά το πέρας της δεν θες να την ξανακούσεις ποτέ. 

No.07
Act: Crossfire Choir
Song: What’s It To Ya
From:  “Crossfire Choir” LP
Label: Passport
Year: 1986
Written by: Jay Pounders
File under: Tech Rock
White Lillies:  4/10

Καμία εντύπωση δεν προκαλεί το γεγονός ότι οι Crossfire Choir δεν ευτύχησαν να γνωρίσουν επιτυχία τότε στο δεύτερο μισό των 80’s που έδρασαν με δύο albums, καλές προθέσεις και πλήθος ατυχιών που τους πήγαν πίσω. Ο Jay Pounders, βασική ηγετική φιγούρα, συνθέτης, κιθαρίστας και τραγουδιστής τους ερμήνευε τα δυσλειτουργικά, δύσκαμπτα τραγούδια τους σαν να βρίσκεται στο μέσον της punk περιόδου – αντιλαμβανόταν ριζοσπαστικά τις ερμηνείες του, σαν ξαναμμένος Michael Hutchence. Οι υπόλοιποι του group, Eddie Freeze (κιθάρα, synthesizer), Brad Peet (drums), Dennis Ambrose (μπάσο) στο ομότιτλο ντεμπούτο τους, έπαιζαν ένα βαρυφορτωμένο μόρφωμα από INXS, Duran Duran της αρένας και System, προφανώς υπό την καθοδήγηση ενός Steve Lillywhite (στα δέκα τραγούδια του album) που στα μέσα των 80’s περνούσε την απόλυτα τεχνοκρατική περίοδό του. Στα υπόλοιπα τέσσερα τραγούδια του album, ο Stephen Galfas δεν διαφοροποιήθηκε και πολύ. Σήμερα, οι Crossfire Choir είναι σκεπασμένοι από την σκόνη του χρόνου – το ηχητικό στιλ τους δεν βρήκε το ακροατήριό του, διότι από τη μία οι rock fans έβρισκαν πολύ φλώρικο και κλινικό αυτό το αστικό, λευκό funk με κιθάρες, πνιγμένο στην πυκνότητα της παραγωγής και οι pop fans το έβρισκαν πολύ σύνθετο, αποψάτο, νευρωτικό και αγχωμένο. Παρότι ο Pounders είχε στιλ και δινόταν πλήρως στο τραγούδι, δεν μπορούσε να σηκώσει κεφάλι πάνω από έναν μέσο όρο τραγουδιστών που στα μέσα των 80’s συναγωνίζονταν περισσότερο στα μεγέθη της βάτας και στην πόζα, παρά με το να κάνουν ουσιαστικές τις ερμηνείες τους. Μετά από ένα δεύτερο album το 1988 με παραγωγό τον Ed Stasium, οι Crossfire Choir χάθηκαν στην ανωνυμία, αναμένοντας τους τυμβωρύχους –καλή ώρα- να φιλοτημηθούν…

No.08
Act: Dave Matthews Band
Song: What Would You Say
From: “What Would You Say / Recently” 7” Single,
“Under The Table And Dreaming” LP
Label: Bama Rags Music / BMG
Year: 1995
Written by: David Matthews
File under: Roots Rock
White Lillies:  4,5/10

Τα 90’s μαζί με τους trip-hoppers, τους brit-poppers και τους grungers έφεραν και μία άλλη φυλή στην επιφάνεια που διεκδίκησε και κέρδισε τις μάζες, κυρίως της Αμερικής: τους νεοπαραδοσιακούς κάθε είδους. Ξαφνικά από την country μέχρι το κλασικό, ορθόδοξο rock, οι νέοι stars που άρχισαν να γεμίζουν αρένες ήταν αυτοί που ήπιαν εκ νέου νερό στο όνομα των ριζών. Το roots rock των Dave Matthews Band αυτό τον νερόμυλο εξυπηρέτησε, πολώνοντας κάθε έννοια “επιτυχίας” και “μαζικότητας”. Ο νοτιοαφρικανός – αμερικανός τραγουδοποιός Dave Matthews έγινε κυριολεκτικά το όνομα που κάθε αμερικανικό νοικοκυριό περηφανευόταν ότι απολάμβανε αλλά στην Ευρώπη παραμένει ένα ανεξήγητο φαινόμενο. Αυτό το rock “γύρω από τη φωτιά” που παίζει η μπάντα του (και σκίζει στις συναυλίες όσον αφορά στα νούμερα εισιτηρίων) δανείζεται το ελαφρύ groove του funk, τα παραδοσιακά έγχορδα της παράδοσης, τις φυσαρμόνικας και ενίοτε ποικίλων μαντολίνων για να παίξει συντηρηρικό στη βάση του, αλλά και χαμογελαστό, ανοιχτόκαρδο, ψυχαγωγικό αλλά καθόλου δημιουργικά ανοιχτό rock. Το “What Would You Say”, single από το δεύτερο album της μπάντας του, με καλεσμένο στην φυσαρμόνικα (που λέγαμε παραπάνω) τον John Popper των Blues Traveler βρίσκει τον Lillywhite στην ουσία να ακολουθεί το νεο-παραδοσιακό αμερικανικό όνειρο και να χάνεται σε αυτό, χωρίς πουθενά να βρίσκεται ανάγλυφη στον ήχο η σφραγίδα του. Ένα χαλαρό funky rock είναι το “What Would You Say”, μέτριο από τη φύση του και ίσως κάπως οπισθοδρομικό –παρά τις καλές προθέσεις του- που ουσιαστικά εγκαινιάζει την απρόσωπη περίοδο του παραγωγού, o οποίος έμεινε μαζί τους για τρία ολόκληρα albums (“Under The Table And Dreaming”, “Crash”, “Before The Crowded Streets”) πριν αλλάξουν κεφάλαιο και αναζητήσουν τον Glen Ballard.

No.09
Act: Ours
Song: Sometimes
From: “Distorted Lullabies” LP
Label: Dreamworks
Year: 2001
Written by: Jimmy Gnecco
File under: Alt.Rock
White Lillies: 5/10

To φλογώδες, δραματικό rock των Ours, δανείζεται την απόγνωση του grunge (ως στιλ), τα μελωδικά έπη των arena rockers και τη σύγχρονη πιανιστική rock ελαφρύτητα των Coldplay και Keane αυτού του κόσμου, για να φτιάξει το δικό του υβρίδιο, ικανό να εξυπηρετεί μόνο το όραμα του Jimmy Gnecco που στην ουσία είναι όλοι οι Ours. Από το 1994 που εμφανίστηκε στο προσκήνιο, κατάφερε στο δεύτερο μόλις album του να σαγηνεύσει την πολυεθνική Dreamworks, τόσο ώστε αυτή να καλέσει τον Steve Lillywhite στην παραγωγή για να τους δώσει αυτήν την “ανοιχτότητα” στον ήχο, την ικανότητα δηλαδή, να ακούγεται γοητευτικός και υποβλητικός σε μεγάλους χώρους με πολλούς ανθρώπους παρόντες. Ο Gnecco, τραγουδάει –συχνά, οριακά κοντά στον Bono- σαν κατεθλιμμένος μεσσίας για την συναισθηματική ανισορροπία αυτού του κόσμου μία τομή ανάμεσα σε goth U2 και σε καθαρότερους Alice In Chains. Ωστόσο, σύντομα καταδεικνύεται ότι το περιβόητο όραμα που έχει ο Gnecco για τη μουσική του, περιλαμβάνει… μόνο τον ίδιο μέσα σε διάφορες πόζες. Δηλαδή, το δράμα των Ours δεν έχει κανένα πάτημα για να υπάρξει παρά μόνο στο στιλ, άρα δεν έχει και τίποτα να δικαιώσει, παρά μόνο μια μελωδικότητα που βολοδέρνει τριγύρω χωρίς να ακουμπάει ούτε σε στέρεα τραγούδια ούτε σε κάποιο συναισθηματικό στόχο της προκοπής. Στο επόμενο album του, ο Gnecco συνεργάστηκε με τον Ethan Johns, πριν το παραλάβει στο τέταρτο ο Rick Rubin. Έκτοτε, δηλαδή από το 2008, δεν έχουμε ακούσει καμία rockaria, από δαύτον.

No.10
Act: Jason Mraz featuring Rachel Yamagata
Song: Did You Get My Message
From: “Mr.A-Z” LP
Label: Atlantic
Year: 2006
Written by: Jason Mraz, Dan Wilson
File under: Pop
Lillywhite: 5/10

Ο Jason Mraz από την Virginia, πρέπει να αποτελεί τον πρότυπο pop αστέρα της αμερικανικής επικράτειας για την τελευταία δεκαετία. Η άνεσή του να γεννάει πλατίνες στην καθισιά του, με μια παράλληλη άνεση να παίζει ένα generic pop ιδιωματάκι που ακούγεται τόσο στρογγυλό και ακίνδυνο που κάνει ακόμα και τους Maroon 5 να ακούγονται ως υπερβολικά αιχμηροί, είναι όχι μόνο αξιοθαύμαστη αλλά και ένα κοινωνιολογικό φαινόμενο προς εξέταση. Ο Mraz με την τσέχικη καταγωγή και τα γλυκά, τραγούδια που σιγοτραγουδάς θες δε θες σαν καταναγκαστικά έργα, είναι ο καλλιτέχνης που ξεκίνησε τη δισκογραφική πορεία του με ένα live album το 2001 (στο καλιφορνέζικο καφέ Java Joe) και συνέχισε κυκλοφορώντας από τότε τέσσερα συνολικά albums που για κάποιο λόγο εθίζουν το κοινό του τόσο βαθιά, που σαν υπνωτισμένο τρέχει να καταθέσει οβολό και προσήλωση. Η επιτυχία του Mraz με ξεπερνάει πλήρως: δεν καταλαβαίνω τη χαρά και τη συγκίνηση του ρεπερτορίου του, αντιλαμβάνομαι όμως ότι έχει καταφέρει να ελαχιστοποιήσει τα καλλιτεχνικά ρίσκα του με αυτή την pop που τίποτα νεανικό δεν διατηρεί, μπροστά στην προοπτική της πλήρους μαζικότητας, ανεξαρτήτως, ηλικίας κοινού. Το “Did You Get My Message” που τραγουδάει μαζί με την κούκλα ενζενί Rachel Yamagata, διαθέτει αυτή την απίστευτη μπαναλαρία μέσα του, την οποία ο Steve Lillywhite εντείνει οριακά με την παθητική στάση του στην κονσόλα της παραγωγής. Είναι εκείνη η χρυσή τομή τραγουδιών που όταν τα ακούς, δεν αλλάζεις σταθμό, αλλά δεν τα αναζητάς και ποτέ.

No.11
Act: Snips
Song: Waiting For Tonight
From:  “Waiting For Tonight / Smash Your TV 7” Single,
“Video King” LP
Label: Jet
Year: 1978
Written by: Snips
File under: New Wave
Lillywhite: 5/10

O Snips, ή Steve Parsons, στα τέλη των 70’s που “έσκασε” το new wave αισθανόταν μέρος μίας προγενέστερης σκηνής που είχε ξεκινήσει από τις αρχές των 70’s, ως μέλος των rockers Sharks και των blues rockers Baker Gurvitz Army στα μέσα των 70’s. Είχε ήδη γαλουγηθεί στο βρετανικό rock ως ένας κιθαρίστας και τραγουδοποιός που η επιτυχία δεν του χτύπησε ποτέ άμεσα την πόρτα. Το 1978 στο πρώτο από τα δύο solo albums του, έκανε ένα νέο ξεκίνημα σε μία νέα σκηνή, αυτή ενός διστακτικού νεοκυματικού rock pop ήχου, με συνοδοιπόρους, μεταξύ άλλων τον μετέπειτα κιθαρίστα των Squeeze, John Bentley, τον κιθαρίστα των Sniff ‘N’ The Tears, Mick Dyche, τον μπασίστα Jackie Badger, τον drummer Graham Deakin (συνεργάτη των Who και των Moody Blues και των ποικιλώνυμων μελών τους στις προσωπικές δουλειές τους) και φυσικά τον Steve Lillywhite στην παραγωγή (και στα keyboards) για να του προσφέρει αυτό το μαγικό άγγιγμα της εποχής. Ο Lillywhite, μη έχοντας αξιόλογο υλικό στα χέρια του, τελικά, δεν του πρόσφερε τίποτα ιδιαίτερο. Ωστόσο, παρά τις καλές προθέσεις του, ο Snips φαινόταν να γράφει “συρρικνωμένα” νεοκυματικά τραγούδια, που κραύγαζαν την αγωνία τους να ακολουθήσουν την εποχή τους και όχι να την συνδιαμορφώσουν. Ο Snips δεν είχε κανένα προσωπικό αστέρι να τον φυλάει και παρότι το album του ακουγόταν τίμιο και συμπαθές στο μικρόκοσμό του, δεν κατάφερε να τον απογειώσει. Στο δεύτερο album του, του 1981 “La Rocca” στράφηκε στην εκ νέου συνεργασία του με τον Chris Spedding, που γνώριζε από την κοινή θητεία τους στους Sharks, πλην όμως, ξανά με όχι και πολύ ενθαρρυντικά αποτελέσματα. Φαινόταν ότι ο ίδιος δεν το “είχε” και πολύ, παρότι έκανε όλα όσα του αναλογούσαν να κάνει για να “συμβεί” σε μία επικαιρότητα που δεν είχε θέση, τελικά, για το στιλ του.

No.12
Act: Frida
Song: Shine
From:  “Shine / That’s Tough” 7” Single,
“Shine” LP
Label: Epic
Year: 1984
Written by: Guy Fletcher, Jeremy Bird, Kevin Jarvis
File under: Nu Pop
White Lillies: 5/10

H Anni-Frid Synni Lyngstad, δηλαδή η Frida των ABBA μπορεί να ισχυριστεί βάσιμα ότι έχει ζήσει μια περιπετειώδη, γεμάτη με ασυνήθιστες εμπειρίες: παιδί πολέμου (με πατέρα γερμανό ναζί και μητέρα νορβηγή), έγινε παγκόσμια star με τους ABBA, στη συνέχεια πριγκίπισσα ως σύζυγος του γαλαζοαίματου Heinrich Ruzzo Reuss του Plauen από την Γερμανία και σήμερα κολλητή της βασίλισσας Silvia της Σουηδίας. Με τέτοια εύσημα και άνεση, δεν προκαλεί καμία εντύπωση το γεγονός ότι μετά από δύο διεθνή, προσωπικά albums, τη διετία 1982 – 1984, δεν μπήκε σε κανένα ιδιαίτερο κόπο να συνεχίσει την καριέρα της – ο βιοπορισμός δεν ήταν βασική της αγωνία. Μετά το “Something Going On” που της είχε περιποιειθεί ο Phil Collins το 1982, η επόμενη προσπάθειά της, “Shine” δύο χρόνια αργότερα, ερχόταν σε παραγωγή Steve Lillywhite, για να συνεχίσει την επιτυχία. Εμπορικά, δεν τα κατάφερε όπως το προηγούμενο. Αισθητικά, ήταν μία υπερ-οπλισμένη παραγωγή με τεχνολογία αλάνθαστη και επιτελείο μουσικών τέτοιων που λογικά, δεν θα γινόταν να πάει λάθος. Όμως, το “Shine” προέκυψε μέτριο, μία ακόμα απόδειξη ότι οι λαμπεροί session μουσικοί, όταν βρεθούν μαζί για ένα αποτέλεσμα, δεν σημαίνει ότι μπορούν να εγγυηθούν την επιτυχία του. Αφελώς χορευτικό και χωρίς καμία τρομερή συνθετική ιδέα να το στηρίζει, το ομώνυμο single του album –ένα από τα τέσσερα, που μάταια προσπάθησαν να ξανανεβάσουν την Frida στα charts του κόσμου- είναι ένα ασήμαντο nu pop τραγουδάκι που μυρίζει στούντιο και ακριβή παραγωγή, με keyboards από τον Simon Climie (των Climie Fisher), percussion από τον σπεσιαλίστα γάλλο της avant garde disco, Marc Chantreau, drums από τον Mark Brzezicki (των Big Country), κιθάρα από τον Pete Glenister (των Hitmen), μπάσο από τον Rutger Gunnarsson (μόνιμο session μουσικό των ABBA) και βοηθητικά φωνητικά από την Kirsty MacColl. Λαμπερό το cast, σαθρή η παράσταση.

No.13
Act: Adventure Babies
Song: Barking Mad
From: “Barking Mad / Captain Scarlet” 7” Single,
“Laugh” LP
Label: Factory
Year: 1992
Written by: Matt Tedstone, Dave Atherton, Jez Bramwell
File under: Indie Pop
White Lillies: 5/10

Τρίο από το Manchester γίνεται το τελευταίο σχήμα που υπογράφει στο ενεργητικό της η Factory πριν φαληρίσει και διαλύεται ένεκα έλλειψης νέας εταιρίας να το στεγάσει. Η μικρή ιστορία των Adventure Babies, δηλαδή του τραγουδιστή Jez Bramwell, του πιανίστα Matt Tedstone και του κιθαρίστα Dave Atherton, είναι αρκετά παράδοξη, όχι μόνο επειδή είναι οι τελευταίοι της Factory αλλά και επειδή, έπαιζαν μια pop εξευγενισμένη, έξυπνη και βασισμένη στο πιάνο περισσότερο (προοιωνίζοντας κάπως την επίθεση του πιανιστικού βρετανικού rock των Coldplay και των Keane μερικά χρόνια αργότερα), παρά στην κιθάρα ή στα synths όπως θα περίμενε κάποιος από την καλλιτεχνική ταυτότητα της εταιρίας τους. Επιπλέον, παρότι ήταν συμπαθέστατοι και ηχητικά αρκετά άρτιοι, δεν είχαν κανένα star quality στις συνθέσεις τους. Ωστόσο, το “Barking Mad”, single από το ντεμπούτο και μοναδικό album τους “Laugh” (μόλις το 2005 κυκλοφόρησε ένα δεύτερο album που είχαν ηχογραφήσει μετά το ντεμπούτο τους αλλά δεν είχε κυκλοφορήσει ποτέ).  Η συνεισφορά του Steve Lillywhite είναι σχεδόν ανύπαρκτη: δεν ακούς κανένα από τα τεχνικά, συγκριτικά πλεονεκτήματα του παραγωγού στον ήχο τους. Ίσως η συμπαραγωγή του Mark Stuart να είναι αυτή που βάρυνε περισσότερο σε αυτούς. Το “Barking Mad” δεν είναι καθόλου γοητευτικό (είναι όμως γλυκό τραγουδάκι), δεν έχει τίποτα αξιομνημόνευτο (αλλά δεν το απορρίπτεις όταν το ακούς), δεν έχει κανέναν ηχητικό όγκο (αλλά είναι χαριτωμένο) και δεν έχει κανένα ιδιαίτερο στιλ να το διαπερνά (αλλά αναρωτιέσαι αν έχεις ανάγκη κάτι τέτοιο).

No.14
Act: Elwood
Song: Sundown
From: “Graceadelica” EP,
“Twenty Twenty Sound” LP
Label: Jive
Year: 2000
Written by: Gordon Lightfoot
File under: Hip hop rock
White Lillies: 5/10

O Elwood, δηλαδή, ο Prince Elwood Strickland III μαζί με τον συν-συνθέτη και συμπαραγωγό Brian Bolland, αποφάσισαν να φτιάξουν ένα δικό τους σχήμα, όταν συνειδητοποίησαν δουλεύοντας για διάφορους rappers, όπως ο Mos Def, ο Tricky και ο Adam Youch των Beastie Boys, ότι δεν είναι δα και δύσκολο να το κάνουν μόνοι τους. Βέβαια το δύσκολο είναι να έχει ένα νόημα συνολικά όλη αυτή η ενέργεια. Και νόημα δεν πολυβρήκαν, εφόσον μετά από ένα album το 2000 και ένα δεύτερο αυτοκυκλοφόρητο πέντε χρόνια αργότερα, που μάλλον άκουσαν μόνοι τους, δεν ξαναπασχόλησαν κανέναν. Ο Steve Lillywhite, φαντάζομαι, ακόμα και σήμερα δεν θα έχει μία πειστική απάντηση στο ερώτημα, τι ακριβώς σκεφτόταν όταν δέχτηκε να συνεργαστεί μαζί τους. Σε αυτή την αφελή διασκευή τους, στο “Sundown” του Gordon Lightfoot (από το ομώνυμο album τού 1974), ο Elwood ραπάρει με εκείνο τον cool τρόπο που “έπαιζε” πολύ στα 90’s στους λευκούς αμερικανούς, εμπνευσμένοι φαντάζομαι, από την επιτυχία των Fun Lovin’ Criminals: το θέμα ήταν πώς θα συνενώσουν το hip hop με το rock και τα χαλαρά μεσόρυθμα funky grooves με τις σπιτικές κιθάρες και τις “μπαρόβιες” μελωδίες. Το κατά-Elwood “Sundown” δεν είναι σε καμία περίπτωση άσχημο. Είναι όμως αχρείαστο πλήρως και πρωτοεπίπεδο και υπερφίαλο και παραπάνω στιλιστικό απ’ όσο αντέχει ο μέσος cool τυπάκος που διαβάζει Spin και συμπαθεί τους skaters.

No.15
Act: 30 Seconds To Mars
Song: Kings And Queens
From: “Kings And Queens / Night Of The Hunter” 7” Single,
“This Is War” LP
Label: Virgin
Year: 2009
Written by: Jared Leto
File under: Emo.Rock
White Lillies: 5/10          

Οι 30 Seconds To Mars από το Los Angeles παίζουν emo progressive power rock για μια αμερικανική γενιά ακροατών που δεν γνωρίζει τι θα πει progressive –ποτέ στην Αμερική δεν συστάθηκε μία συνεκτική σκηνή progressive rock- αλλά γνωρίζει καλά τι θα πει emo: ο Jared Leto, μπροστάρης και αδιαφιλονίκητος starman του group παίζει με τις δραματικές διαστάσεις του rock, τη θεατρικότητα και την υποκριτική, ερμηνεύοντας κάπου ανάμεσα στο κενό που χωρίζει τον Freddie Mercury –χωρίς το camp- από τον Bono –χωρίς το κόλλημα με την πλανηταρχία. Τα τρία albums των 30 Seconds To Mars περιέχουν μέτριες ιδέες τραγουδιών –ασχημάτιστα και ανολοκλήρωτα μελωδικά μοτίβα- αλλά με σεισμικές ενορχηστρώσεις που τα λαμπραίνουν με ένα εκκωφαντικό, υπερβατικό, σχεδόν γαλαξιακό αέρα. Η πληθωρικότητα δηλαδή είναι ένα από τα “χαρτιά” του group και βέβαια η θεαματικότητα που προφανώς πάει “πακέτο” με την πρώτη. Το “Kings And Queens” είναι ανόητο στο πυρήνα του – ένα βερμπαλιστικό ψευδο-έπος για έφηβους που βλέπουν για πρώτη φορά laser και θαμπώνονται. Είναι όμως τόσο δυνατό ηχητικά, η φωνή του Leto είναι τόσο απελπισμένα ναρκισιστική και η αίσθηση της rock όπερας για την ψηφιακή γενιά τόσο παρακμιακή ιδέα, που… αυτόματα κάνει το τραγούδι πάρα πολύ ενδιαφέρον. Ο Flood μαζί με τον Steve Lillywhite επιμελήθηκαν την παραγωγή του single –ο πρώτος τσίτωσε τον τεχνολογικό χαρακτήρα του και ο δεύτερος έσωσε τους μίνιμουμ rock πυλώνες του. Πάρα πολύ ξόδεμα για ένα εωσφορικό αποπαίδι του Ziggy.

No.16
Act:
Drones
Song: Can’t See
From:  “Can’t See / Fooled Today” 7” Single
Label: Fabulous
Year: 1979
Written by: Mike Howells
File under: New Wave
White Lillies: 5/10

Οι Drones από το Manchester είχαν ξεκινήσει ως ένα σκληρό glam pub rock γκρουπάκι –όπως και οι Slaughter & The Dogs και οι Ed Banger & The Nosebleeds– αλλά η εμφάνιση των Sex Pistols στο Lesser Free Trade Hall το 1976, λειτούργησε σαν υδρογονοβόβα για αυτούς. Η κατεύθυνση που έπρεπε να πάρουν βρισκόταν εκεί, πάνω στη σκηνή, στην καταστροφική εμφάνιση του Johnny Rotten και απλά περίμεναν να δοθεί το σύνθημα. Τα αδέλφια Mike και Pete Howells (φωνητικά και drums, αντίστοιχα, με ψευδώνυμα M.J. Drone και Pete “Purrfect” Lambert) μαζί με τους Gus “Gangrene” Callendar (κιθάρα) και Red Arse Whisper” Steve Cundell (μπάσο) προσπάθησαν μέσα από το ep τους στην δική τους ΟΗΜ Records, το 1977 και τα δύο singles συν ένα album στην Valer Records την ίδια χρονιά, να ανασκευάσουν την βάσιμη πεποίθηση του Τύπου ότι πρόκειται απλά για δευτεροκλασάτους punks που βλέπουν σε αυτό μία ευκαιρία και τίποτα παραπάνω. Δεν το κατάφεραν μέσα στα δύο χρόνια της ύπαρξής τους, ούτε καν με το τελευταίο και πιο περιποιημένο ηχητικά single τους “Can’t See” στην θυγατρική της Island, Fabulous Records. Σε αυτό, η εταιρία κάλεσε τον σωτήρα κάθε punker που βρίσκεται σε κίνδυνο, Steve Lillywhite για να στρώσει το “πακέτο” τους, ωστόσο, δεν έφταιγε ούτε ο ήχος, ούτε το macho attitude (κολλητιλίκια με τους Stranglers που τους φώναξαν πρώτοι στο Λονδίνο για να παίξουν ως support, μαζί τους) ούτε η αμήχανη παραγωγή του “επαγγελματία” παραγωγού Simon Humphrey που έκανε το album τους “Further Temptations” να ακούγεται ως generic punk. Αυτό που ουσιαστικά έφταιγε στην περίπτωση των Drones, ήταν αυτό που πάντα φταίει στις περιπτώσεις των groups που βολοδέρνουν στις παρυφές της φήμης: είχαν “ταβάνι” στη συνθετική ικανότητά τους, όλα τα συστατικά βρίσκονταν εκεί αλλά το αποτέλεσμα δεν το θυμόσουν για κανέναν λόγο.

No.17
Act: Neville Brothers
Song: In The Still Of The Night
From:  “Red, Hot & Blue” LP Compilation
Label: Chrysalis
Year: 1990
Written by: Cole Porter
File under: Bayou Funk
White Lillies: 5/10 

Τα αδέλφια Neville από τη Νέα Ορλεάνη, είχαν ήδη μία ντουζίνα χρόνια στην πλάτη τους, ως καριέρα, όταν επιλέχθηκαν από τον Red Hot Organisation να συμμετάσχουν στο πρώτο από τη σειρά, albums που ηχογραφούνταν με σκοπό την διευκόλυνση της ιατρικής κοινότητας στον αγώνα κατά του AIDS. Στο “Red Hot & Blue”, ένα tribute στο ρεπερτόριο του Cole Porter αλλά και ένα άνισο ποιοτικά album, συμμετείχε η πιο εστέτ πλευρά της pop του τέλους των 80’s και μία από αυτές τις δυνάμεις ήταν και οι Neville Brothers που με το album τους “Yellow Moon” σε παραγωγή Daniel Lanois, δεν κατάφεραν μόνο να κάνουν το απόλυτο crossover αλλά και να πετύχουν εμπορικά σε ένα κοινό που αν του έλεγες πριν, για bayou funk, δεν ήταν σίγουρο, αν θα καταλάβαινε και πολλά. Οι Neville Brothers επέλεξαν το τρυφερό “In The Still Of The Night”, ένα τραγούδι του Porter, που είχε πρωτοερμηνεύσει ο Nelson Eddy στην ταινία “Rosalie” το 1937, ένα κομμάτι που πολλοί ερμηνευτές φρόντισαν να συμπεριλάβουν στο βιογραφικό των ερμηνειών τους, από την Ella Fitzgerald και την Della Reese, μέχρι την Doris Day, την Eartha Kitt, τον Frank Sinatra και την Carly Simon. Ο Aaron Neville, βασικός τραγουδιστής των Neville Brothers και ο πιο περίβλεπτος από τα υπόλοιπα αδέλφια έχει αυτό το λυγμικό παράπονο στη φωνή του, που τον κάνει όχι πάντα πιστευτό –στα δικά μου αυτιά- ως ερμηνευτή, ένα “καημό του βάλτου” που σύμφωνα με το συλλογικό στερεότυπο, θεωρείται συνυφασμένο με το bayou funk, τη Νέα Ορλεάνη και το μύθο των voodoo blues. Στο “In The Still Of The Night”, ο Aaron συνοδεύεται φωνητικά από τον Art και τον Cyril, τον μπασίστα Tony Hall, τον drummer Will Green, τον κιθαρίστα Eric Stuthers και το επίσης παραπονιάρικο, συντονισμένο στην νότια ιδρωμένη ρομαντζάδα του Aaron, σαξόφωνο του Charles Neville. Σίγουρα, όχι από τα highlights της συλλογής “Red, Hot & Blue” και όχι μία από τις περηφανείς παραγωγές του Steve Lillywhite. Την ίδια χρονιά, οι Nevilles κυκλοφόρησαν το album “Brother’s Keeper” σε παραγωγή του rocker Malcolm Burn.

No.18
Act: Rolling Stones
Song: One Hit (To The Body)
From:  “One Hit (To The Body) / Fight” 7” Single,
“Dirty Work” LP
Label: Rolling Stones / CBS
Year: 1986
Written by: Mick Jagger, Keith Richards, Ron Wood
File under: Classic Rock
White Lillies: 5/10

To 1985 ήταν η πρώτη χρονιά στην οποία, δεν εμφανίστηκε κυκλοφορία με credit του Steve Lillywhite στην παραγωγή: είναι προφανές ότι από την άνοιξη αυτής της χρονιάς και μετά, ο Steve Lillywhite, εντεταλμένος της πολυεθνικής CBS που μόλις είχε αποκτήσει τα δικαιώματα διανομής των Rolling Stones, ήταν πλήρως απασχολημένος με τις ηχογραφήσεις της μπάντας, αρχής γεννομένης από το Παρίσι. H κινητοποίηση της CBS για την ευόδωση ενός λαμπερού καινούριου album από τους Rolling Stones ήταν πραγματικά πυρετώδης. Η εταιρία ήθελε να αποδείξει ότι οι Stones θα είχαν την καλύτερη δυνατή αντιμετώπιση, αξιοποίηση και προβολή σε αυτήν. Ωστόσο, οι σχέσεις του Mick Jagger και του Keith Richards βρίσκονταν στο χειρότερο δυνατό σημείο τους: ο Richards, έξαλλος με τον Jagger επειδή πίστευε ότι δίνει μεγαλύτερο βάρος στην προσωπική καριέρα του (είχε μόλις κυκλοφορήσει το solo album του, “She’s The Boss”), προκαλούσε σκηνές όχι απαραίτητα συγκρουσιακές αλλά στρατηγικές, με δεύτερα και τρίτα νοήματα πίσω από τις κινήσεις του. Ο Jagger απουσίαζε συχνά από τις ηχογραφήσεις και οι υπόλοιποι Stones έγραφαν ξεχωριστά στο στούντιο τα δικά τους μέρη (Keith Richards, Bill Wyman, Charlie Watts και Ron Wood). Ο Jagger περνούσε σε άλλες ώρες τα φωνητικά του. Επιπλέον, το “Dirty Work” ήταν το πρώτο album τους, μετά από το “Out Of Our Heads” του 1965 στο οποίο εμφανιζόταν αριθμός – αρνητικό ρεκόρ συνθέσεων που είχαν γράψει από κοινού οι δύο τους (μόλις τρία τραγούδια σε ολόκληρο το album) και σαν να μην έφτανε αυτό, ο Charlie Watts που αντιμετώπιζε σοβαρότατο πρόβλημα με την ηρωίνη, δεν εμφανιζόταν στα sessions, με αποτέλεσμα όλο και συχνότερα να αντικαθίσταται από άλλον drummer (Anton Fig, Steve Jordan). Ο Jagger χρησιμοποιώντας ως αιτία την απουσία του Watts, άσκησε βέτο στην απόφαση περιοδείας του group για την υποστήριξη του “Dirty Work” ρίχνοντας επί πλέον νερό στον ανεμόμυλο των κατηγοριών του Richards, ο οποίος υποστήριζε ότι η απροθυμία του Jagger είχε να κάνει με το γεγονός ότι ήθελε να δώσει την ενέργειά του όλη, στο καινούργιο προσωπικό album του “Primitive Cool”. Επιπλέον, ο μακροχρόνιος φίλος τους και πιανίστας Ian Stewart πέθανε από καρδιακή ανακοπή στις 12 Δεκέμβρη της ίδιας χρονιάς. Μέσα σε όλον αυτόν τον κυκεώνα των διασταυρώμενων πυρών, της αρνητικής ενέργειας και των αναπάντεχων αντιξοοτήτων, ο Steve Lillywhite προσπαθούσε ολόκληρο το καλοκαίρι του 1985 να επιμεληθεί τις μίξεις του album και να βάλει σε σειρά τις extended εκτελέσεις των τραγουδιών και των singles. Η συνεισφορά του φυσικά ακούγεται και στον ήχο που κατά τ’ άλλα φέρει και την υπογραφή των Glimmer Twins (Jagger, Richards) στην παραγωγή: γιγάντια drums, λυγερές κιθάρες και μία φωνή στην κορυφή όσο rock ‘n’ roll μπορεί να γίνει, όλο αυτό όμως μέσα στο πλαίσιο μίας αυστηρά δομημένης, τεχνοκρατικής στουντιοκρατίας. Περισσότερο ένα μέτριο κομμάτι που παριστάνει το σπουδαίο, το “One Hit To The Body” αποτελεί μία από τις αποδείξεις της “με κάθε τρόπο όρθιας μπρανταρισμένης πολυεθνικής” που ήταν οι Rolling Stones από τα μέσα των 80’s και μετά.

No.19
Act: Rearview Mirror
Song: 28-7
From: “All Lights Off” LP
Label: Gobstopper Records
Year: 2002
Written by: Adam Ptacek, Matt Olson, Jason Ptacek, T.J. Kammer
File under: Post-grunge rock
White Lillies: 5,5/10

Ο Lillywhite με μεγάλη περηφάνεια και αυτοπεποίθηση έγραψε ένα κείμενο σε πρώτο πρόσωπο για το πρώτο συγκρότημα που υπέγραψε ο ίδιος στην δισκογραφική εταιρία του Gobstopper Records, μέσω της Palm Pictures του Chris Blackwell. Στο κείμενο, εξάρει την φρεσκάδα και την “τραγανότητα” των τεσσάρων μετέφηβων από την Iowa και δηλώνει περίτρανα ότι από τότε που είχε παρακολουθήσει συναυλία των U2 στις αρχές των 80’s είχε να νιώσει αυτή την “αφοσίωση” από συγκρότημα επί σκηνής, σε αυτό που είναι αποφασισμένοι να κάνουν. Οι Rearview Mirror όμως, στην πραγματικότητα είναι μία μπάντα που ακούγεται σαν τυφλό tribute στους Pearl Jam με ολίγη από την αμερικανική ματαιοδοξία των U2. Τελεία. Το ντεμπούτο album τους “All Lights Off”, περιέχει όλο σοβαρότητα και βλοσυρότητα, ογκώδες grunge για μία γενιά που ήδη το βιώνει μέσα από τη μυθολογία  περισσότερο παρά από το βίωμά της. Τα αδέλφια Pracek (ο Adam φωνή και ο Jason, μπάσο), ο κιθαρίστας Matt Olson και ο drummer T.J. Kramer δεν θα είναι και πολύ περήφανα, καθώς ότι ακούγεται πιο ενδιαφέρον στον ήχο τους, έχει να κάνει περισσότερο με την συμβολή του Lillywhite στην παραγωγή, παρά με την ίδια την ικανότητά τους να γράφουν τραγούδια. Που σημαίνει ότι η ένταση και το πάθος που ο Lillywhite ενορχηστρώνει στην ατμόσφαιρά τους είναι πολύ πιο δυνατά από το τραγούδι τους. Ένα αχρείαστο αναμάσημα μίας εποχής που άφησε πίσω της κηλίδες, το “28-7” δεν είναι ένα τραγούδι που υπόσχεται μέλλον για τους δημιουργούς του.

No.20
Act: Leyton Buzzards
Song: I’m Hanging Around
From:  “I’m Hanging Around” EP
Label: Chrysalis
Year: 1979
Written by: David Jaymes, Geoffrey Deane
File under: Punk
White Lillies: 5,5/10

Το κουαρτέτο των Leyton Buzzards ήταν ένα από κείνα τα groups που κυριολεκτικά, εκμεταλλεύτηκαν τον πάταγο του punk για να μπουν στην μουσική βιομηχανία και να ανοιχτούν στο εμπορικό mainstream ξεκινώντας από μία γόνιμη αφετηρία. Στην ουσία, ήταν μία ιδέα των δύο φίλων και βασικών συνθετών του κουαρτέτου, του David Jaymes (μπάσο) και του Geoffrey Deane (φωνή), από το Waltham Forest του Ανατολικού Λονδίνου, που επηρρεασμένοι από το “New Rose” των Damned και το “Anarchy In The U.K.” των Sex Pistols, αποφάσισαν να φτιάξουν τη μπάντα τους. Μετά από ένα single στην μικρή Small Wonder Records, τους υπέγραψε η Chrysalis, όπου και κυκλοφόρησαν τρία singles προσλαμβάνοντας τον Steve Lillywhite να οργανώσει τον ήχο τους. Το album, “Jellied Eels To Record Deals” που προέκυψε το 1979 στην ουσία ήταν μία συγκέντρωση των singles και των demos τους, όταν η Chrysalis είχε ήδη αποφασίσει να τους δώσει απαλλακτικό, για να τους υπογράψει στη συνέχεια η Wea. To “I’m Hanging Around” από το ομώνυμο ep τους, με την κιθάρα του Vernon Austin και τα drums του Kevin Steptoe, ακουγόταν σαν μία άσκηση ύφους πάνω στο punk που γινόταν σταδιακά new wave. Ευχάριστο και πρωτοεπίπεδο καταδείκνυε το feelgood στιλ του κουαρτέτου και επιπλέον έδινε και ένα πολύ βασικό στοιχείο για την μελλοντική εξέλιξη των Leyton Buzzards: στη μέση του τραγουδιού υπάρχει ένα break στο οποίο ο Deane λέει “Go Disco!” και ακολουθεί μία σύντομη, λεπτή electro-disco γραμμή στα synths, πριν το τραγούδι επιστρέψει ξανά στο γνώριμο νεοκυματικό ύφος του. Σύντομα, μετά από την αποτυχία και του τελευταίου single τους (και μοναδικής κυκλοφορίας τους στην Wea), “Can’t Get Used To Losing You”, μία διασκευή στο classic που είχε δοξάσει ο Andy Williams, οι Leyton Buzzards διαλύθηκαν και οι δύο φίλοι αποφάσισαν να φτιάξουν τους… Modern Romance, ίσως το πιο “φλώρικο” από όλα τα νεορομαντικά groups των αρχών των 80’s, που αναμείγνυαν την brit-disco με τη salsa και το ρετρό, εμπνευσμένοι από την επιτυχία των υπέροχων Blue Rondo A La Turk, γνωρίζοντας για μία τριετία πολύ μεγάλη επιτυχία…

No.21
Act: Big Country
Song: In A Big Country
From:  “In A Big Country / All Of Us” 7” Single,
“The Crossing” LP
Label: Mercury
Year: 1983
Written by: Stuart Adamson, Bruce Watson, Mark Brzezicki, Tony Butler
File under: A.O.R.
White Lillies: 5,5/10

Οι Big Country ήταν ένα group προορισμένο από τα σπάργανά του να κατακτήσει τις αρένες και τα μεγάλα ανοιχτά συναυλιακά πεδία της Αμερικής και για αυτό, η σκοτσέζικη καταγωγή τους, ποτέ δεν βάρυνε καλλιτεχνικά στον ήχο τους, αν εξαιρέσει κανείς τις εμβατηριακές γκάιντες και το folk στοιχείο των highlands, που είχε προστεθεί ως τουριστική νοστιμιά περισσότερο, παρά ως καλλιτεχνική άποψη. Για αυτό το λόγο, οι Big Country ποτέ δεν έγιναν darlings των κριτικών, έγιναν όμως αγαπητοί σε μεγάλα στρώματα ακροατηρίων που απολάμβαναν τα εξωστρεφή, ρυθμικά τραγούδια που έγραφαν με macho λογική και pop αντίληψη. Οι Big Country έπαιζαν ένα rock που ήθελε να πλασαριστεί ως γενναίο, ροδομάγουλο και σχεδόν πατριωτικό, στο ίδιο ύφος που ανέδειξε τους Alarm και την “αμερικανική” φάση των Simple Minds του τέλους των 80’s. Ο Steve Lillywhite είχε κριθεί ως καταλληλότερος να αξιοποιήσει αυτό το ανοιχτόκαρδο, buddy rock. Το ντεμπούτο album των Big Country, “The Crossing” έπιασε κατευθείαν στην Αμερική, όπως αρχικά είχε σχεδιαστεί να γίνει. Το τρίτο single “In A Big Country” έγλειψε μάλιστα το top 20 του Billboard με τον αφελή αλλά ευχάριστο ρυθμό του και με τον Stuart Adamson (πρώην Skids) να τραγουδάει με αυτόν τον λεβέντικο τρόπο της σκοτσέζικης περηφάνειας, γεμίζοντας την ερμηνεία του, ιαχές και κρεσέντα και τη rhythm section (μπάσο ο Tony Butler, drums ο Mark Brzezicki) να στήνει πατήματα για την κιθάρα του Bruce Watson. Όλοι ήταν ευχαριστημένοι με τις αθρώες πωλήσεις του στις δύο όχθες του Ατλαντικού. Μέτριοι συνθετικά οι Big Country, έγραφαν μάλλον απλοϊκά αλλά και με μία επάρκεια που τους εξασφάλιζε τις πολυπόθητες χρυσές τομές, απαραίτητες για την εμπορική προκοπή τους. Ο Steve Lillywhite έμεινε μαζί τους και για το επόμενο album τους, “Steeltown” και στο τρίτο τους “The Seer” άλλαξαν πλεύση με παραγωγό τον Robin Millar.

No.22
Act: Climie Fisher
Song: This Is Me
From:  “This Is Me / Far Across The Water” 7” Single,
“Everything” LP
Label: EMI
Year: 1987
Written by: Simon Climie, Robert Fisher
File under: Nu Pop
White Lillies: 5,5/10

Αμιγώς προσανατολισμένο στην pop και βγαλμένο από τα έγκατα της κορπορατικής δισκογραφικής βιομηχανίας, το ντουέτο των Climie Fisher, δημιουργήθηκε μόνο για να κεφαλαιοποιήσει την εμπειρία των δύο μελών του, έμπειρων και ψημένων στην pop σύνθεση και παραγωγή αφού και οι δύο δούλευαν ως session στα Abbey Road Sudios. Ο Rob Fisher είχε ένα παρελθόν στον electro pop Naked Eyes και ο Simon Climie είχε γυμναστεί στο chart με τραγούδια που έγραφε από την αρχή των 80’s, για όποιον του ζητούσε: από Scritti Politti και Pat Benatar μέχρι Leo Sayer και George Michael. Tα δύο albums λοιπόν, που κυκλοφόρησαν στα προχωρημένα 80’s, οι Climie Fisher ήταν γεμάτα από αυτή την βιομηχανοποιημένη βρετανική pop που παρήγαγε συγκροτήματα σαν τους Living In A Box και τους Johnny Hates Jazz. Στο πρώτο album τους, “Everything” μοίρασαν τις παραγωγές στα τρία, ένα μέρος οι ίδιοι, ένα μέρος ο Stephen Hague και άλλο ένα ο Steve Lillywhite. Ο Hague για την ηλεκτρονική ατμόσφαιρα και ο Lillywhite για την πιο “γήινη” pop ισορροπία τους, με αποτέλεσμα ένα μετρίως μετρημένο pop δισκάκι. Το “This Is Me” είναι ένα single χωρίς καμία ιδιαίτερη ψυχή, ένα συμπαθητικό τραγουδάκι ως μελωδία, τιγκαρισμένο στο chart-friendly κλισέ –λίγο μελό, λίγο ξύπνιο, λίγο αφελές, λίγο τεχνοκρατικό, λίγο soul και λίγο pop. Γενικά, λίγο. Αλλά και με μία πολύ χαρακτηριστική και χαριτωμένη γραμμή στα πλήκτρα του. Θα πρέπει να είναι η πιο απρόσωπη παραγωγή της καριέρας του Lillywhite – κανένα σήμα κατατεθέν του δεν υπάρχει ως ψήγμα, μόνο η παρουσία του στο στούντιο, φαντάζομαι, θα ήταν αρκετή για τους Climie Fisher και τα ηχηρά credits  που αναζητούσαν στη δουλειά τους. Ανάμεσα στους υπόλοιπους ηχηρούς, στο “This Is Me”, ακούγονται τα βοηθητικά φωνητικά της Kirsty McColl, το μπάσο του Pino Palladino, τα drums του πρώην ABC, David Palmer και το percussion του Louis Jardim. Όλα ομογενοποιημένα και χωρίς καμία προεξάρχουσα γωνία. Ο Rob Fisher πέθανε το 1999 από επιπλοκές σε εγχείρηση για καρκίνο του εντέρου και ο Simon Climie συνέχισε την υπερ-επαγγελματική καριέρα του, συνεργαζόμενος με τον Eric Clapton, τον Stevie Wonder, τον Michael McDonald των Doobie Brothers.

No.23
Act: Guster
Song: Fa Fa
From: “Fa Fa” 7” Single, “Lost And Gone Forever” LP
Label: Elektra
Year: 1999
Written by: Ryan Miller
File under: Alternative Rock Pop
Lillywhite: 5,5/10

Στην ίδια λογική των groups Dave Matthews Band και Phish, οι τέσσερις βοστωνέζοι Guster, γνωρίστηκαν στο πανεπιστήμιο στις αρχές των 90’s και μοιράστηκαν αρχικά μεταξύ τους και αργότερα με το κοινό τους αυτή την αντίληψη περί ανοιχτού, θετικού rock αλλά με μία βαθύτατα συντηρητική αύρα στον “πολιτισμό” που κουβαλάει. Τα δύο πρώτα albums τους στα μέσα των 90’s δεν έσκασαν μαζικά όσο το τρίτο τους σε παραγωγή Steve Lillyhite. Το “Fa Fa” παραμένει μέχρι σήμερα η μεγαλύτερη επιτυχία τους, παρότι έχουν φτάσει στα έξι albums ως το 2010. Το “Fa Fa” είναι ένα από κείνα τα συμπαθή pop τραγούδια που ντύνονται την έντεχνη rock ενορχήστρωση για να περάσουν στο κοινό τους ως νεανικά και cool. Ωστόσο, η αίσθηση του ακίνδυνου rock στιλ επιμένει να υπάρχει ολόγυρα, με τον Ryan Miller να τραγουδάει σαν φρόνιμο κολλεγιόπαιδο και τους Adam Gardner, Brian Rosenworcel και Luke Reynolds να παίζουν μία σειρά από όργανα, πέρα από τα βασικά της ενορχήστρωσης, όπως μπάντζο, φυσαρμόνικα, γιουκαλίλι, κουδούνια κ.λπ. Είναι αδύνατο να βρει κανείς αιχμή σε όλο αυτό το μαλακωμένο υβρίδιο από επαρχιακή αθωότητα, αστική μόρφωση και προβληματισμούς του γρασιδιού. Το μόνο που κάποιος υπερθετικός μπορεί να βρει ως έξυπνο, είναι η πολιτική τους να αφήνουν το νομαδικό κοινό τους να τους βιντεοσκοπεί στις περιοδείες τους και να πουλάει τις συναυλίες εν είδει “εμπειριών” του στιλ “ήμουν και γω εκεί”. Ο Lillywhite βουλιάζει στην θετικότητα των Guster αλλά και στην ασημαντότητα ενός credit που δεν δικαιώνεται ποτέ, παρά μόνο στο ότι αποτελεί μία σπουδή παραγωγής πάνω στην ανάδειξη των φυσικών οργάνων σε ένα ήπιο rock concept. Λες και αυτό είναι έστω και ελάχιστα σημαντικό.

No.24
Act: Marshall Crenshaw
Song: Whenever You’re On My Mind
From:  “Whenever You’re On My Mind / Jungle” 7” Single,
“Field Day” LP
Label: Warner Bros. Records
Year: 1983
Written by: Marshall Crenshaw, Bill Teeley
File under: Roots Rock, A.O.R.
White Lillies: 5,5/10

Από τότε που ξεκίνησε να ηχογραφεί ο Marshall Crenshaw, το 1981, τον ακολουθεί μία φήμη του “ορθού”, ανανεωτικού τραγουδοποιού που δεν ανασκολοπίζει την παράδοση των αμερικανικών 60’s αλλά της φέρεται με τον δέοντα σεβασμό και αγάπη, διαιωνίζοντας την παράδοση του καλού τραγουδοποιού που παίρνει αμπάριζα από το Brill Building των 60’s και το rock των Band και των Creedence Clearwater Revival. Η δισκογραφία του μακρόχρονη, που φτάνει ως και σήμερα αλλά σε πιο ακουστικούς τόνους, ήταν σε όλα τα 80’s πολυεθνική στην Warner και από τα  90’s και μετά, ανεξάρτητη, σε εταιρίες όπως η Razor & Tie. Πραγματικά, δεν μπορώ να συμμεριστώ την αποδοχή που απολαμβάνει ο Marshall Crenshaw όλα αυτά τα τριάντα χρόνια: στα αυτιά μου ακούω έναν συντηρητικότατο, μέτριο, ή στις καλύτερες στιγμές του, επαρκή τύπο που συμπεριφέρεται μουσικά, σαν μικρανηψιός του Tom Petty. Αν εξαιρέσω το hit “Someway, Somehow” που το έκανε επιτυχία ο Robert Gordon το 1981 και φυσικά το είπε πολύ καλύτερα από τον ίδιο τον Crenshaw (ο οποίος το έκανε μεγαλύτερη επιτυχία, μετά τον Gordon) δεν μπορώ να βρω τίποτα άλλο στη μακρά πορεία του που να μην είναι, από βαρετό μέχρι… ανυπόφορα βαρετό. Ίσως η δεύτερη λιγότερο πληκτική στιγμή της καριέρας του, ήταν η  συμπαθητική κινηματογραφική του ενσάρκωση τού Buddy Holly στην ταινία “La Bamba”. Τέλος πάντων, στο δεύτερο album του, μετά από το ομότιτλο ντεμπούτο του που είχε τον βετεράνο της Sire, Richard Gottehrer στην καρέκλα του παραγωγού, o Steve Lillywhite συμπεριφέρθηκε περισσότερο ως διεκπεραιωτής, παρά ως δημιουργικός συνεργάτης. Στην ουσία, τακτοποίησε την rhythm section (μπάσο του Chris Donato, τύμπανα του Robert Crenshaw) σε ένα νεο-παραδοσιακό πακέτο που να είναι άμεσα φιλικό στο ραδιόφωνο των Αμερικανών και άφησε την κιθάρα του Marshall Crenshaw από πάνω να σουλατσάρει μιμούμενη το τσαγανό τού John Fogerty. Μετά από τόσα χρόνια, συνεχίζω να μην καταλαβαίνω καθόλου το claim to fame του Crenshaw και να τον βρίσκω πενταβάρετο όπως πάντα. Στο τρίτο album του “Downtown” χώθηκε ακόμα πιο βαθιά στις ρίζες του, καλώντας εύλογα στην παραγωγή, να την αναλάβουν εξ ημισίας, ο T-Bone Burnette και ο Larry Hirsch.

No.25
Act: Blue October
Song: Dirt Room
From: “Approaching Normal” LP
Label: Universal
Year: 2009
Written by: C.B. Hudson III, Jeremy Furstenfeld, Justin Furstenfeld, Matt Noveskey, Ryan Delahoussave
File under: Alt.Rock
White Lillies: 6/10

Οι Blue October από το Texas είναι μία από αυτές που όσο επιμένουν να παλεύουν στη βιομηχανία της μουσικής, όσο παραμένουν ενεργοί μετά από δεκαπέντε χρόνια και έξι συνολικά albums ως σήμερα, τόσο ακούγονται πλήρως και εντελώς αποπροσανατολισμένοι ως προς την καλλιτεχνική κατεύθυνσή τους. Το παράδοξο είναι ότι όσο περισσότερο αποπροσανατολίζονται μουσικά, τόσο πιο πολύ διεισδύουν στις ψηλότερες θέσεις του album chart στο Billboard. Το “Approaching Normal” είναι το πέμπτο album τους, κυκλοφορημένο το 2009, εποχή που η crossover έφοδός τους, είχε ήδη αποφέρει καρπούς από τα μέσα κιόλας της δεκαετίας των 00’s. Με την παραγωγή εξ ολοκλήρου στα χέρια του Lillywhite (μετά το πολυσυλλεκτικό στην παραγωγή του “Foiled” του 2006), το “Approaching Normal” είναι ένα εξώφθαλμα εμπορικό album με τραγούδια που συχνά κραυγάζουν την ανάγκη τους να χρησιμοποιηθούν σε διαφημίσεις ή τηλεοπτικές σειρές (το rock των μουσικών επιμελητών). Το “Dirt Room” γραμμένο και από τα έξι μέλη της μπάντας έχει αυτά τα “ooh – oohs” στα φωνητικά που οι κινητές τηλεφωνίες θα ένιωθαν θαυμάσια αν τα χρησιμοποιούσαν ως επενδύσεις και η βασική φωνή του Justin Furstenfeld ακούγεται τόσο δραματική και σκαμμένη που μοιάζει απεγνωσμένη στην προσπάθειά της να πείσει ότι έχει credit δρόμου και αυθεντικότητα. Δεν είναι κακό το “Dirt Room” – είναι όμως αχρείαστο. Και αυτή η κατάρα δεν ισοφαρίζεται εύκολα στο καλλιτεχνικό χρηματιστήριο. Το επόμενο album τους “Any Man In America” σε παραγωγή Tim Palmer έγινε το πιο εμπορικό τους ως σήμερα.

No.26
Act: Sinead O’ Connor
Song: You Do Something To Me
From:  “Success Has Made A Failure Of Our Home” EP,
“Red, Hot & Blue” LP Compilation
Label: Chrysalis
Year: 1990
Written by: Cole Porter
File under: Music Hall
White Lillies: 6/10

Όταν κυκλοφόρησε το αντι-AIDS, tribute album στον Cole Porter, “Red, Hot & Blue” το 1990, μία πραγματική έκπληξη μέσα σε αυτό ήταν η συμμετοχή της Sinead O’ Connor που την ίδια χρονιά, είχε κυκλοφορήσει το κορυφαίο album στην καριέρα της, το δεύτερο στην δισκογραφία της, “I Do Not Want What I Haven’t Got”, ένα κατά πολλούς τρόπους πρωτότυπο, δυνατό album. Το κοινό ήταν ήδη λοιπόν, εξοικειωμένο με τις παθιασμένες, αδρές και ειλικρινείς ερμηνείες της αμφισβητούμενης star, και το “Nothing Compares 2 U” μέσα από αυτό, είχε γίνει must σε κάθε σπίτι του πλανήτη. Ήταν λοιπόν κάπως περίεργο να ακούς την “μαρτυρική” φωνή της να υποδύεται την αισθαντικότητα της ντίβας του music hall, αν και η ερμηνεία της σε αυτό είναι εύθραυστη, χαμηλών τόνων και γήινη, αλλά και διστακτική. Βέβαια, δύο μόλις χρόνια αργότερα η Sinead, θα κυκλοφορούσε το album “Am I Not Your Girl” με big band ενορχηστρώσεις, τραγουδώντας μία σειρά από standards του αμερικανικού songbook, οπότε, το έδαφος είχε προλειανθεί για να μπει από τη λίγκα των αποψάτων, “επικίνδυνων” κοριτσιών στον κόσμο του mainstream και της απόλυτης αποδοχής από τη δισκογραφική βιομηχανία που την αντιμετώπιζε πάντα, δικαίως ή αδίκως ως weirdo. Στο “You Do Something To Me”, ένα κομμάτι του Cole Porter από το 1929, που είχαν πρωτοερμηνεύσει οι δύο πρωταγωνιστές της ταινίας, για την οποία είχε γραφτεί, Genevieve Tobin και William Gaxton (και στη συνέχεια, ερμήνευσαν και ο Frank Sinatra, η Ella Fitzgerald, η Marlene Dietrich και ο Bryan Ferry), την Sinead συνοδεύει η Ορχήστρα του τρομπονίστα Malcolm Griffiths, με διευθυντή τον John Mitchell. Ο Steve Lillywhite, δεν καταβάλλει πολύ ενέργεια για να συντονίσει το πολυπρόσωπο μουσικό επιτελείο – με κάποιο τρόπο το music hall λειτουργεί από μόνο του με μαθηματική ακρίβεια.

No.27
Act: Annie Lennox
Song: Ev’ry Time We Say Goodbye
From:  “Red, Hot & Blue” LP Compilation
Label: Chrysalis
Year: 1990
Written by: Cole Porter
File under: Smooth jazz, Pop
White Lillies: 6/10

H Annie Lennox το 1990 είχε ήδη πίσω της “διαλυμένο” για πρώτη φορά, το ντουέτο της με τον Dave Stewart, τους Eurythmics. Το τελευταίο όγδοο album τους “We Too Are One”, έκλεινε τη δεκαετία και την καριέρα τους με έναν αξιοπρεπή και σε στιγμές, μεγαλοπρεπή τρόπο. Η ίδια, η Lennox, δεν είχε δείξει τα σημάδια μίας solo δυναμικής, παρά μόνο μία φορά, το 1988 με το ντουέτο της με τον Al Green στην απόδοση του “Put A Little Love In Your Heart” για τις ανάγκες της ταινίας “Scrooged”. To “Ev’ry Time We Say Goodbye”, ένα από τα πιο φημισμένα και πολυδιασκευασμένα, μέσα στα χρόνια, τραγούδια του Cole Porter, αρχικά γραμμένο για το musical του Billy Rose, “Seven Lively Arts” το 1944, καταδείκνυε όλες τις αισθητικές επιλογές της Lennox για τις επόμενες δεκαετίες: βουτηγμένη στην θεατρικότητα της ντίβας και στο εστετίστικο στιλιζάρισμα των δραματικών ερμηνειών, η Lennox ερμήνευσε το τραγούδι, γνωρίζοντας ότι οι ποικίλες και συχνά, καταπληκτικές ερμηνείες που έχουν γίνει σε αυτό μέσα στα χρόνια, δημιουργούσαν συνθήκες ανταγωνισμού και συγκρίσεων. Μεταξύ άλλων, Ray Charles, Ella Fitzgerald, Sammy Davis αλλά και Simply Red, είχαν τιμήσει το τραγούδι με το πανίσχυρο συναισθηματικό βάρος (“κάθε φορά που λέμε αντίο, πεθαίνω κι από λίγο”) και η Lennox ήξερε στην αυγή της προσωπικής καριέρας της ότι θα κρινόταν ποικιλοτρόπως. Η απόδοσή της, αυτάρεσκη, ηδονική αλλά και αλάνθαστη με έναν θλιμμένο, μιουζικαλάτο τρόπο, κρατάει οριακά θετικό το πρόσημο της επιλογής της. Στην ενορχήστρωση, το νοσταλγικό ακκορντεόν του James Fearnley των Pogues, το μπάσο του κολομβιανού συνεργάτη των Eurythmics, Chucho Merchan και το πιάνο του εικοσιτετράχρονου, τότε και κατοπινού κινηματογραφικού μουσικοσυνθέτη Ed Shearmur, συνέβαλλαν στην υποβλητικότητα της εκτέλεσης, με τον Steve Lillywhite να κρατάει όλα τα όργανα “σκυμμένα” και συνοδευτικά για να αναδύεται προεξάρχουσα η φωνή της Lennox. Δεν είναι τυχαίο που δύο χρόνια αργότερα, η Lennox φόρεσε φτερά και πούπουλα και φωτογραφήθηκε για το εξώφυλλο του πρώτου προσωπικού album της, που σημειωτέον ονόμασε “Diva”. Το οποίο παρεμπιπτόντως παραμένει και το καλύτερό της ως σήμερα, στην προσωπική πορεία της.

No.28
Act: Reaction
Song: Talk Talk Talk Talk
From:  “Streets Compilation” LP
Label: Beggars Banquet
Year: 1977
Written by: Ed Hollis, Mark Hollis
File under: New Wave
White Lillies: 6/10

Ένα από τα τραγούδια που δίνουν ιστορική αξία στη συλλογή “Streets”, είναι η συμμετοχή των Reaction, ενός new wave κουαρτέτου που κυκλοφόρησε μόλις ένα single, το “I Can’t Resist / I Am A Case”,  στην Island πριν διαλυθεί. Στην ουσία το συγκρότημα τού αδελφού του Ed Hollis, Mark Hollis, οι Reaction έπαιζαν αφοσιωμένο, γκαραζιέρικο, αγχωμένο με επιρροές από την αναβίωση των mods, punk. Το “Talk Talk Talk Talk” που υπάρχει στη συλλογή “Streets” είναι το ίδιο τραγούδι που εμφανίστηκε στο ντεμπούτο album των Talk Talk, “The Party’s Over” όπου ακουγόταν σε πιο νεορομαντική, ατμοσφαιρική παραγωγή του Colin Thurston. Το “Talk Talk Talk Talk” των Reaction συγκρίνεται αυτόματα με το “Talk Talk” των Talk Talk: στην punk εποχή του, ο Mark Hollis τρεχοβολάει ερμηνευτικά, με το θυμό και το πάθος του νεαρού που από τις σπουδές της παιδοψυχολογίας κάνει στροφή στην καριέρα του για να γίνει μουσικός. Τίποτα δεν θυμίζει τον κατοπινό φωστήρα της νεορομαντικής, ατμοσφαιρικής electro pop. Η παραγωγή του Ed Hollis και του Steve Lillywhite, είναι τραγανή και αχνιστή, με την αξία που παράγεται από την συντονισμένη ενέργεια μίας χούφτας φίλων που κάνουν τα πρώτα μετεφηβικά βήματά τους στη μουσική. Για την ιστορία, κιθάρα έπαιζε ο George Page, τύμπανα ο Gino P. Williams (αμφότεροι δεν ξαναπασχόλησαν ποτέ τη σκηνή), ενώ ο μπασίστας Bruce Douglas, το πάλεψε λίγο πριν εγκαταλείψει κι αυτός, συνεργαζόμενος πότε – πότε με την Patti Paladin των Snatch και τον Roy Sundholm. Οι Reaction, μόνο και μόνο κατ’ όνομα, συμπλήρωναν την εικόνα του “δρόμου” σε μία συλλογή, για την οποία ο John Peel έγραψε στην κριτική του στη Sounds, “αν σας είπα να βγείτε να κλέψετε το “Never Mind The Bollocks” των Sex Pistols, το “Streets” πρέπει να βγείτε να το αγοράσετε.”

No.29
Act: Dark Star
Song: Graceadelica
From: “Graceadelica” EP,
“Twenty Twenty Sound” LP
Label: Harvest
Year: 1999
Written by: Christian Hayes, David Francolini, Laurence O’Keefe
File under: Alt.Rock
White Lillies: 6/10

Η σύντομη πορεία των λονδρέζων Dark Star στην μουσική βιομηχανία, θα μπορούσε να αποτελέσει πρότυπο… αποφυγής για τη σύγχρονη indie rock σκηνή. Παρότι οι τρεις τους, έρχονταν ως βετεράνοι –από τους Levitation– στα τέλη των 80’s για να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να σχηματίσουν μία μπάντα –υποτίθεται ώριμη και αν μη τι άλλο, σοφή σχετικά με την αγορά και τους στόχους της- δεν διήρκεσαν παρά δύο χρόνια, σκάρτα. Ο κιθαρίστας και –μέτριος- τραγουδιστής Cristian Hayes (Cardiacs, Rings, Dave Howard Singers), ο μπασίστας Laurence O’Keefe (Jazz Butcher) και ο drummer David Franciolini (Julian Cope, Blue Aeroplanes, Strangelove) αποδείχτηκε ότι δεν υπολείπονταν σε πείρα αλλά σε ουσιαστική έμπνευση. Το album τους, ήταν άνισο και αμήχανο –ανάμεσα σε μία δραματική, ψυχεδελική dubadelica και ένα “αυτί” για το κλασικό brit-rock του Manchester και του new wave με πολύ στιλιστική πόζα όμως. Ίσως το “Graceadelica” είναι το καλύτερο κομμάτι τους, στο οποίο περισσεύει το στιλ και οι αναφορές – Stone Roses και Happy Mondays ειδικά, στους πρώτους συνειρμούς της ακρόασης αλλά και Primal Scream. Mέχρι το 2001 που διαλύθηκαν, το κοινό τους δεν είχε τη δυνατότητα να διαπιστώσει αν το ξεπέρασαν με κάποιο άλλο τραγούδι τους, διότι λόγω της –όχι ανεξήγητης- έλλειψης ενδιαφέροντος της EMI για το υλικό τους (η πολύπαθη εταιρία σπαρασσόταν από τις δικές της αλλαγές στα στελέχη της), διαλύθηκαν και το δεύτερο, ηχογραφημένο album τους, παρέμεινε ακυκλοφόρητο. Ο Lillywhite στην παραγωγή του ατυχούς αλλά και κάπως απρόσωπου group (ταυτότητα θολή και άνευρη, ανεστίαστοι στόχοι) θυμάται το παρελθόν του στην Βρετανία, πριν πετάξει για τα καλά για το αμερικάνικο, νεοπαραδοσιακό jam rock και ξεσκονίζει τους μπούσουλες για το dark wave και το groove της Creation.

No.30
Act: Automatics
Song: When The Tanks Roll Over Poland Again
From: “When The Tanks Roll Over Poland Again / Watch Her Now” 7” Single
Label: Island
Year: 1978
Written by: David Philp
File under: Punk
White Lillies: 6/10

Ένα από κείνα τα πολλά υποσχόμενα punk σχήματα που τελικά δεν αναδύθηκαν ποτέ πάνω από τη σκόνη που σήκωσε το πρώτο pogo, οι Automatics έμειναν στην ιστορία ως το group που ανέβασε το single του στο No.1 του indie chart, του group που λάτρεψε ο John Peel στην εκπομπή του, του group που μαζί με μέλη των X-Ray Spex, των Members, των Ultravox, των Sham 69 και των Eddie & The Hot Rodds είχαν μετατρέψει το διαμέρισμα του Steve Lilywhite στο νούμερο 73 τη Comeragh Road στο Λονδίνο, σε ένα διαρκές πάρτι. O Lilywhite που δούλευε με τους Ultravox εκείνη την εποχή, στην Island, τράβηξε πολλά σχήματα μαζί του στην εταιρία, ανάμεσα στα οποία και οι Automatics. Η Island προσπαθούσε να πείσει τους Automatics να αλλάξουν παραγωγό και να προσλάβουν τον Guy Stevens που είχε μόλις τελειώσει το ντεμπούτο των Clash. Ο τραγουδιστής και ηγέτης του group, David Philp όμως, δεν μπορούσε να προδώσει τόσο στεγνά τον κολλητό και συγκάτοικό του Lilywhite. Το single σημείωσε την επιτυχία που περίμεναν όλοι, ωστόσο η Island, από τη μία, δυσαρεστημένη για τα αυξημένα έξοδα που είχε κάνει το group και από την άλλη, φοβούμενη πιθανές ρατσιστικές – φιλοναζιστικές αμφισβητήσεις που θα μπορούσε να δημιουργήσει στους κακόπιστους, ο τίτλος του τραγουδιού, έκανε πίσω όταν ήταν να κυκλοφορήσει το album τους. Παρότι έφτιαξαν στο στούντιο εννέα ακόμα κομμάτια με τον Lilywhite, αυτά κυκλοφόρησαν στις αρχές των 00’s με τον τίτλο “Walking With The Radio On”. Μετά την απόρριψη της Island και τις εσωτερικές διαφωνίες τους σε θέματα της μοιρασιάς των πνευματικών δικαιωμάτων των τραγουδιών τους, διαλύθηκαν και όταν ένα χρόνο μετά επανασχηματίστηκαν για ένα ακόμα single (“British Beat”) τα πράγματα είχαν ήδη πάρει τη ρότα τους – ο David Philp είχε υπογράψει προσωπικό συμβόλαιο, ο κιθαρίστας Walter “Wally” Hacon βρισκόταν σε περιοδεία με τον Wreckless Eric και ο drummer Rick Goldstein είχε προσχωρήσει στους Sham 69. Ένα ακόμα punk σύνολο γεμάτο ελπίδα για το μέλλον, καιγόταν στην ίδια φλόγα με την οποία είχε αρχικά συσταθεί.

No.31
Act: Phish
Song: Free
From: “Free” 7” Single,
“Billy Breathes” LP
Label: Elektra
Year: 1996
Written by: Trey Anastasio, Tom Marshall
File under: Roots Rock
White Lillies: 6/10

Η μυθολογία των Phish στην αμερικανική κουλτούρα των 90’s με αφήνει εμβρόντητο: σχεδόν μου φαίνεται σουρεαλιστικό το ότι μία σύγχρονη μπάντα που ξεκίνησε από το κολλέγιο (του Vermont, το 1983) έχει αναχθεί σε επίσημη, σχεδόν, αυτοσχεδιαστική μπάντα της rock παράδοσης και άξια συνεχίστρια των jams των Greatful Dead. Δεν το χωράει το μυαλό μου ότι σε μία μετα-μοντέρνα εποχή, το κοινό τους, οι phisheads, κινούνται μαζί τους νομαδικά, στις περιοδείες, ακολουθώντας τους πιστά και συμμετέχοντας σχεδόν διαδραστικά στους εκτεταμένους αυτοσχεδιασμούς τους και στις ανοικονόμητες αναπτύξεις τους. Όχι ακριβώς χίπιδες – ούτε ακριβώς ψυχεδελικοί. Ο Trey Anastasio και οι άλλοι τρεις Phish φτιάχνουν μουσική που δημιουργείται σχεδόν αυθόρμητα στις συνθήκες εκτέλεσής της. Μετά από πέντε albums, το 1995, ο Dave Matthews σύστησε στους Phish τον Steve Lillywhite, ο οποίος ενθουσιάστηκε μαζί τους: προφανώς η υπερβολική πείρα του στούντιο βάρυνε στην πλάτη του καταπιεστικά, και η συνεργασία του με τους Phish ανακούφισε την αίσθηση της προκάτ τεχνοκρατίας. “Οι Phish για μένα είναι το μουσικό αντίστοιχο τού να παρακολουθείς ένα σμήνος από πουλιά να πετούν στον ουρανό,” είπε ο Lillywhite. “Δεν σκορπίζονται σε πάσα κατεύθυνση αλλά περισσότερο κινούνται μαζί, βουτούν και βυθίζονται, ανεβαίνουν και κατεβαίνουν στον αέρα, πάντα όμως φαίνεται να έχουν αυτό το ραντάρ, αυτό το ένστικτο, για το πού βρίσκεται το πουλί που είναι μπροστά ή το άλλο που είναι τελευταίο στη σειρά.” Το “Billy Breathes” είναι το album που τους έβγαλε στο πλατύ mainstream και το “Free” το πιο πετυχημένο τους single – τραγούδι, σε μία δισκογραφική πορεία από την οποία απουσιάζουν τα singles. Ίσως επειδή οι αμερικανοί δεν ανέπτυξαν ποτέ μία μαζική progressive rock σκηνή, ωρίμασε στο αισθητήριό τους, η στιγμή να παράγουν τα δικά τους αστέρια στο είδος, αλλά με alternative προσανατολισμό. Το “Free” έχει μία συμπεθέστατη μελωδία –ένα όμορφο τραγούδι- με σημειολογική σπουδαιότητα και τρυφερή, καλλιτεχνική φλέβα και στίχους από τον Tom Marshall που γίνονται εύκολα ύμνος προς την ελευθερία. Συνεχίζω να μην αντιλαμβάνομαι πλήρως την αγελαία λειτουργία του group και του κοινού του, ωστόσο.

No.32
Act: Switchfoot
Song: Awakening
From: “Oh Gravity” LP
Label: Columbia
Year: 2007
Written by: Jon Foreman
File under: Alt.Rock
White Lillies: 6/10

Στον έκτο δίσκο τους, οι Switchfoot από το San Diego της California, συνέχισαν την ανοδική εμπορικά πορεία τους, από τους κύκλους του χριστιανικού rock προς τα Grammies του 2011 από όπου αποχώρησαν με το βραβείο του Καλύτερου Rock Gospel για το πρόσφατο album τους “Hello Hurricane”. Πριν αρχίσει κανείς, τα “μη χειρότερα”, αξίζει να σταθεί σε μερικά συγκριτικά πλεονεκτήματα της μπάντας, όπως το γεγονός ότι είναι δεμένοι και “γυμνασμένοι” σαν σύνολο, πολύ περισσότερο από πολλούς lo-fi φωστήρες του indie rock, ότι τραγουδούν και παίζουν με πραγματική ορμή και –απ’ όπου και αν πηγάζει- το πάθος τους επιβραβεύεται σε ένα αποτέλεσμα που καλύπτει όλους τους στόχους του. Τώρα αν έχουν φάει μία πολύ σοβαρή πετριά με το χριστιανικό rock είναι μάλλον μία αδιάφορη λεπτομέρεια. Οι ίδιοι αρνούνται την στενή ταμπέλα και δικαιολογούν την στάση τους και την απήχησή τους στο αντίστοιχο ακροατήριο, όχι επειδή λειτουργούν ως οργανωμένοι, ενεργοί χριστιανοί αλλά επειδή απλά “πιστεύουν”. Στο έκτο album τους, την παραγωγή έκανε ο ικανός Tim Palmer αλλά σε ένα τραγούδι εμφανίστηκε ο Steve Lillywhite για να δώσει τη δική του χροια, κοινώς, για να U2-ποιήσει ακόμα περισσότερο, έναν uptempo, αρενάτο, δυναμικό buddy ήχο. Το κάνει καλά και προφανώς έχει μία χημεία με την μπάντα που λειτουργεί ιδιαίτερα “ανεβαστικά”. O βασικός τραγουδιστής και κιθαρίστας Jon Foreman, ο μπασίστας Tim Foreman, o drummer Chad Butler, ο κιμπορντίστας Jerome Fontamillas και ο έτερος κιθαρίστας Drew Shirley παίζουν ένα rock εξωστρεφές, με πλατιά χαμόγελα και ηλεκτρικά γκάζια, τσιτωμένα, προφανώς για να ισοροπήσουν το βαθιά αντι-rock ‘n’ roll θεματικό οπλοστάσιό τους. Εστω κι έτσι, λειτουργούν πολύ καλύτερα από το μέσο βιομηχανικό γκρουπάκι που ξεπηδάει όλο ελπίδες από τις μεσοδυτικές πολιτείες, για να κατακτήσει τον κόσμο. Συνήθως το μόνο που κατακτάει είναι τα περίχωρα της Arizona…

No.33
Act: Robin Tyner & The Hot Rods
Song: Till The Night Is Gone (Let’s Rock)
From:  “Till The Night Is Gone (Let’s Rock) / Flipside Rock” 7” Single
Label: Island
Year: 1977
Written by: Robin Tyner
File under: Punk Rock
White Lillies: 6/10

To 1977 οι Eddie & The Hot Rods είχαν ήδη κερδίσει τα εύσημά τους ως μπροστάρηδες του αγγλικού punk, παρότι προέρχονταν από το pub rock κύκλωμα: είχαν ήδη κυκλοφορήσει έναν από τους πιο δυνατούς ύμνους της σκηνής (“Do Anything You Wanna Do”) αλλά και ένα αγέρωχο ντεμπούτο album, το “Teenage Depression”, είχαν ήδη παίξει με τους Sex Pistols στο Marquee, σε shows που κατέληγαν σε πλήρη καταστροφή των οργάνων τους από τα έξαλλα μέλη των Pistols, είχαν ήδη χαιρετιστεί ως ένα από τα πιο δραστήρια και στιβαρά groups της σκηνής, που επιπλέον γνώριζαν επαρκώς να χειρίζονται τα μουσικά όργανά τους. Έτσι όταν στο τέλος εκείνης της χρονιάς επέστρεψαν από την αμερικανική περιοδεία τους –στην οποία μοιράζονταν την ίδια σκηνή με τους Talking Heads και τους Ramones- και ηχογράφησαν το “Till The Night Is Gone” μαζί με τον τραγουδιστή των MC5, Rob Tyner, περιβλήθηκαν με την αύρα των αγίων: έκαναν έναν – μάλλον ρουτινιάρικο, χαβαλετζίδικο party-όλη-τη-νύχτα- φόρο τιμής στους προπάτορες του αμερικανικού punk και ο Graeme Douglas –των Kursaal Flyers, που είχε προσχωρήσει στους Hot Rods από το live ep “Sound Of Speed”, κάτι που καθόλου δεν άρεσε στην CBS που ισχυριζόταν ότι ο κιθαρίστας και τραγουδιστής ήταν ακόμα δεσμευμένος με την εταιρία- μπήκε σε δεύτερο πλάνο για να αφήσει τον Tyner να προσφέρει στο αγγλικό κοινό, την αμερικανική εκδοχή του νέου rock. Ωστόσο, φάνηκε ότι η λάμψη των Eddie & The Hot Rods θα έσβηνε σχετικά σύντομα, μία και σταδιακά, τα τρία albums που κυκλοφόρησαν μέχρι τη διάλυσή τους το 1981 δεν είχαν καμία ιδιαίτερη σπίθα. Ο μπασίστας Paul Gray προσχώρησε στους Damned, o τραγουδιστής Barrie Masters προσχώρησε στους Inmates, ο manager τους Ed Hollis (αδελφός του Mark Hollis των μετέπειτα Talk Talk) συνέχισε το management σε ονόματα όπως ο Elvis Costello, οι Members και οι Damned. Το κυριότερο όμως είναι ο Ed Hollis εδραίωσε μέσα στη χρονιά αυτή, τη άτυπη μονιμότητα της συνεργασίας του με τον Steve Lillywhite με τον οποίο ήδη είχε επιμεληθεί στο κομμάτι της παραγωγής, τουλάχιστον τα μισά τραγούδια της συλλογής “Streets”.

No.34
Act: Dead Fingers Talk
Song: The Boyfriend
From:  “This Crazy World / The Boyfriend” 7” Single
Label: Pye
Year: 1979
Written by: Bobo Phoenix, Jeff Parsons
File under: Punk
White Lillies: 6/10

Το κουαρτέτο των Dead Fingers Talk από το Hull, για κάποιο λόγο έχει καταχωρηθεί στα ιστορικά κιτάπια ως gothic rock. Σε μένα αυτό παραμένει μυστήριο. Διότι αυτό που ακούω είναι στην ουσία ένα καλοεκπαιδευμένο punk group με ισχυρές καταβολές από το pub rock και το μεταλλόχρωμο βρετανικό στιλ που εξελίχθηκε αργότερα σε new wave of british heavy metal (Δεν προκαλεί έκλπηξη ότι έπαιξαν αργότερα ως support των Whitesnake σε μία απέλπιδα, αποτυχημένη τελικά, προσπάθειά τους να επεκτείνουν το ακροατήριό τους). Ίσως επειδή η αισθητική των Dead Fingers Talk παρέπεμπε σε ποιο σκοτεινές πλευρές του rock όπως τις είχε θέσει η προσωπική καριέρα του Lou Reed μετά τους Velvet Underground, ίσως επειδή το όνομά τους (μία φρικιαστική εικόνα, αν το “δεις” απεικονισμένο) ήταν δανεικό από το ομότιτλο μυθιστόρημα –ή, μάλλον, σπονδυλωτό έργο- του William Burroughs από τα 1963, που είχε ξεσηκώσει μεγάλα κύματα αμφισβήτησης. Ο βασικός συνθέτης, κιθαρίστας και ανοιχτά gay τραγουδιστής του group, Bobo Phoenix δεν είχε σπουδαία φωνή, αλλά σίγουρα εκφραστική, ο άλλος κιθαρίστας και συνθέτης Jeff Parsons, κρατούσε τον ήχο τους σε εκείνη την ισορροπία ανάμεσα στις μεταλλικές αντηχήσεις και στο στακάτο punk κλίμα της εποχής και η rhythm section –του μπασίστα Andy Linklater και του drummer Tony Carter πάσχιζε να οργανώσει τους ρυθμούς τους σε μία στοιχειώδη δομή. Μετά το album τους “Storm The Reality Studios” που κυκλοφόρησε το 1978, σε παραγωγή του “πολύ” Mick Ronson, οι Dead Fingers Talk κυκλοφόρησαν ένα ακόμα single πριν διαλυθούν, απογοητευμένοι από την εμπορική αποτυχία αλλά και από τις μεταξύ τους διαφωνίες επί της μουσικής κατεύθυνσής τους. Το “Boyfriend” είναι ένα τραγούδι μέσα από αυτό το single, που ακούγεται ταιριαστά στο πλαίσιο, ίσως κάποιας συλλογής ενδεικτικής του πάθους της εποχής, αλλά δύσκολα μπορούν να απομονωθούν από αυτό και να σταθούν αυτόνομα στο σήμερα. Η παραγωγή του Lillywhite οργάνωσε μία ήδη στρωμένη –από τον Mick Ronson- μπάντα σε μία κατεύθυνση που δεν ξεπερνούσε την punk αξιοπρέπεια και δεν απογειωνόταν σε κάτι που να μπορεί να σταθεί εξίσου δυνατά δίπλα στα άλλα punk μεγαθήρια της εποχής.

No.35
Act: Bruce Foxton
Song: Freak
From:  “Freak / Writing’s On The Wall” 7” Single,
“Touch Sensitive” LP
Label: Arista
Year: 1983
Written by: Bruce Foxton
File under: Nu Pop
White Lillies: 6/10

Μετά τη θητεία του στους Jam, ο μπασίστας Bruce Foxton, αναζητώντας το επόμενο βήμα του, ηχογράφησε ένα solo album, με παραγωγό τον Steve Lillywhite στα μισά τραγούδια και τον Stan Shaw των Hitmen στα υπόλοιπα.Ο Bruce Foxton έξω από τα νερά του –τα mod, κιθαριστικά και ορθόδοξα νερά του brit rock και του νευρικού new wave- δεν φαινόταν να συμμετέχει συναισθηματικά σε αυτή την solo προσπάθειά του. Τα τραγούδια δεν είναι άσχημα αλλά απουσιάζει μία συναισθηματική δύναμη αλλά και μία αποφασιστική κατεύθυνση να τα στηρίξει. Ο Steve Lillywhite σκάρωσε στο single “Freak” ένα δυνατό χορευτικό, power pop τραγούδι, μπολιασμένο στον τεχνολογικό, χορευτικό ήχο της εποχής και στην soul. Μοιάζει σαν single του Belouis Some ή του Nick Kershaw και ενδεχομένως αν το ερμήνευε κάποιος από αυτούς τους δύο, να είχε καλύτερη τύχη. Ο Foxton καλείται να υπηρετήσει την τότε, τρέχουσα pop αντίληψη των charts, ερμηνεύοντας (έτσι κι αλλιώς, όχι σπουδαία) ως rocker σαν να μην αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει στην ενορχήστρωση: τα γυναικεία soul φωνητικά, την κιθάρα του Pete Glenister που παριστάνει ότι όλα είναι καλά στο βασίλειο του new wave ακόρντου, τα πνευστά (σαξόφωνο του Anthony Thistlethwaite και τρομπέτα του Roddy Lorimer), τα τύμπανα του Adrian Lillywhite, αδελφού του Steve και τα synthesizers του Stan Shaw, στην ουσία ανταποκρίνονται σε άλλο προφίλ, φιλικό στο chart και όχι στις δικές του μετα-Jam ανάγκες. Το πείραμα δεν πέτυχε ακριβώς. Λίγο πριν τελειώσουν τα 80’s, ο Foxton ξαναβρέθηκε στα νερά του προσχωρώντας στους αφοσιωμένους punk’n’rollers Stiff Little Fingers και στα 00’s μαζί με τον Simon Townshend, τον αδερφό του Pete, και δύο μέλη των Big Country, έφτιαξαν το super group The Casbah Club για να παίξουν ανενόχλητα και απροκάλυπτα mod rhythm ‘n’blues. Φαντάζομαι, σήμερα ο Foxton, δεν θα θυμάται και με τα πιο λαμπερά χρώματα εκείνο το προσωπικό album και είναι κρίμα γιατί δεν ήταν κακό.

No.36
Act: Crowded House
Song: Don’t Stop Now
From: “Don’t Stop Now  / Stare Me Out” 7” Single,
“Time On Earth” LP
Label: ATO Records
Year: 2007
Written by: Neil Finn
File under: Guitar Pop
White Lillies: 6/10

To album “Time On Earth” ξεκίνησε να γίνει το πέμπτο προσωπικό album του Neil Finn. Ωστόσο, ο θάνατος του ιδρυτικού μέλους τους Paul Hester το 2005 (έδωσε τέλος στην κατάθλιψή του όταν κρεμάστηκε από ένα δέντρο στη Μελβούρνη) και οι ετοιμασίες του live album τους “Farewell To The World” του 2006, ξανάφερε τα μέλη του group κοντά, μετά από δεκαπέντε χρόνια. Ο μπασίστας Neil Seymour μαζί με τον καινούργιο drummer Matt Sherrod στη θέση του εκλιπόντα Paul Hester και τον ανανήψαντα Mark Hart ξαναείδαν τη χημεία τους να λειτουργεί και έτσι ο Neil Finn βάφτισε το album αυτό, ως το πέμπτο των αναγεννημένων Crowded House. Μάλιστα, σε δύο κομμάτια, εμφανίστηκε και η κιθάρα του Johnny Marr, στα “Even A Child” και “Don’t Stop Now”. Το δεύτερο, ένα single στην καλύτερη δυνατή μπιτλική παράδοση των Crowded House, ξανάφερνε το group αντιμέτωπο με την φήμη του: αρμονικά, ορθά τραγούδια, με τσαγανό και πολύ ψηλό γούστο. Το album ηχογραφημένο με τη λογική του solo album, αρχικά είχε την υπογραφή του Ethan Johns στην παραγωγή, αλλά όταν αποφασίστηκε να βγει ως album της μπάντας συνολικά, ο Steve Lillywhite επενέβη και ο ήχος έγινε “ομαδικός” – το συγκριτικό πλεονέκτημα του Lillywhite στην παραγωγή. Το “Don’t Stop Now” είναι ένα όμορφο τραγούδι που φέρει τον αέρα του θετικού down under στην καρδιά του και την εντυπωσιακά ακλόνητη ικανότητα του Neil Finn να γράφει μουσική που δεν “οξειδώνεται” από το χρόνο. Μετά από την κριτική αποδοχή και τα θετικά εμπορικά αποτελέσματα του album, οι Crowded House παρέμειναν θερμοί και συνέχισαν. Ευτυχώς. Διότι το “Intriguer” του 2009 είναι υπέροχο, σε παραγωγή του Jim Scott, ο οποίος επιμελήθηκε και το all-star cast project του Finn, 7 Worlds Collide.

No.37
Act: Piranhas
Song: Space Invaders
From:  “Space Invaders / Cheap N’ Nasty” 7” Single
Label: Virgin
Year: 1979
Written by: John Holmer, Bob Glover, Dick Slexia, Reginald Frederick Hornsbury, Zoot Alors
File under: Punk
White Lillies: 6,5/10

Στη σύντομη καριέρα τους, οι Piranhas από το Brighton κατάφεραν να αφήσουν το στίγμα τους στην νεοκυματική λαίλαπα, με δύο επιτυχίες που κατά ειρωνικό τρόπο δεν ήταν δικές τους: τη διασκευή του νοτιοαφρικανικού classic “Tom Hark” που μετέτρεψαν σε ένα ska εμβατήριο (το οποίο μεταγενέστερα έγινε και ύμνος της τοπικής ποδοσφαιρικής ομάδας του Brighton και του Hove Albion) και τη διασκευή του “Zambezi” του Lou Busch. Παρότι ήταν συμπαθητικοί ως συνθέτες και στα δικά τους τραγούδια, ο ήχος τους έγινε γνωστός για την ευρηματική χρήση του σαξοφώνου του Zoot Alors, τα φλερτ τους με το ska και το ανελέητο χιούμορ τους. Ήταν χαβαλέδες οι Piranhas, αλλά πολιτικά συνειδητοποιημένοι. Στο μοναδικό πέρασμά τους από την Virgin (πριν υπογράψουν στην Attix για το ομώνυμο album τους το 1980 και κατόπιν στην Dakota, για τρία ακόμα singles πριν διαλυθούν) έπεσαν στα χέρια του Steve Lillywhite που είχε αποκομίσει πλέον σπουδαία εμπειρία από τη σκηνή για να μπορέσει να οργανώσει το τραγουδάκι τους, ένα χαρούμενο, χαμογελαστό pop-punk στο οποίο ο John Holmer, βασικός τραγουδιστής και κιθαρίστας τους, δηλώνει ξεκάθαρα ότι “δε θέλει να είναι ένα βαρετό rock ‘n’ roll commodity, με κορίτσια να τον περικυκλώνουν, θέλει εισβολείς από το διάστημα”. Μαζί με τον Holmer και τον σαξοφωνίστα Zoot Alors, ο drummer Dick Slexia, ο μπασίστας Reginald Frederick Hornsbury, και ο έτερος κιθαρίστας και τραγουδιστής Bob Grover, οδηγούν το πλοίο των Piranhas κάπου ανάμεσα σε μία γκροτέσκα, καρτουνίστικη αισθητική και στην punk-pop-ska λογική της 2-Tone. Είναι ειρωνία πάντως, το γεγονός ότι ο Holmer έγινε τελικά, ένα “rock ‘n’ roll commodity” αφού μετά τη διάλυση του group, άρχισε να γράφει τραγούδια για τους Marillion

No.38
Act: Jimmy Sommerville
Song: From This Moment On
From:  “Red, Hot & Blue” LP Compilation
Label: Chrysalis
Year: 1990
Written by: Cole Porter
File under: Electro Pop
White Lillies: 6,5/10

Αρχικά, το “From This Moment On” γράφτηκε από τον Cole Porter για να συμπεριληφθεί στο musical “Out Of This World” του 1951 για το οποίο απορρίφθηκε εντέλει. Δύο χρόνια αργότερα συμπεριλήφθηκε στο “Kiss Me Kate” του 1953. Από τότε, τις ευκαιρίες να αναδείξουν τη φωνή τους πάνω του, άρπαξαν οι Frank Sinatra, Doris Day, Ella Fitgerald, Lena Horne, μεταξύ άλλων. O Jimmy Sommerville, από τους Bronksi Beat και τους Communards, είχε πάντα μία έφεση στις διασκευές (“Don’t Leave Me Me This Way”, “Never Can Say Goodbye”, “It Ain’t Necessarily So”, κ.λπ.) και σχεδόν μία δεκαετία μέχρι το 1990, βάσισε την καλλιτεχνική δράση του και σε τραγούδια του παρελθόντος που τα ξαναζωντάνευε με έναν συμβολικό και σίγουρα εμπορικά κορυφαίο τρόπο. Επιλέγοντας το “From This Moment On” ο Jimmy Sommerville δηλώνει ένα στίγμα εκλεκτικότητας, κυρίως μέσω της τρυφερής ερμηνείας του και της “κόντρα” αίσθησης που δημιουργεί με τον ηλεκτρονικό pop διάκοσμο και το καλλίγραμμο, ήπια χορευτικό beat. Σε συμπαραγωγή του Steve Lillywhite και των Tom Bailey και Keith Fernley, από τους Thompson Twins, το τραγούδι φέρει την έμπειρη κιθάρα του Mark E. Nevin δημιουργώντας μια ευχάριστη αντίστιξη στην ηλεκτρονική ατμόσφαιρα. Πιστός στη λογική των διασκευών, ο Jimmy Sommerville, ένα χρόνο πριν ηχογραφήσει το “From This Moment On”, για το tribute album στον Cole Porter, “Red, Hot & Blue”, είχε κυκλοφορήσει το πρώτο προσωπικό album του, μετά τη διάλυση των Communards, “Read My Lips”, στο οποίο διασκεύαζε το “Comment Te Dire Adieu” σε ντουέτο με την June Miles Kingston (το είχε ερμηνεύσει κομψά η Francoise Hardy το 1968) και το αξεπέραστο “You Make Me Feel Mighty Real” (του Sylvester από το 1978). Την χρονιά που διασκεύασε το “From This Moment On”, κυκλοφόρησε σε single την διασκευή του στο “To Love Somebody” των Bee Gees.

(Συνεχίζεται…)

Posted in Music | Leave a Comment »