Το «Helpless» είναι το πιο αφοπλιστικά απλό τραγούδι – ωδή στην μνήμη εκείνη στην οποία αποδρούμε για να κρατήσουμε το νου μας αλύγιστο όταν όλα γύρω καταρρέουν.

Οι όχι και τόσο χαρμόσυνες μέρες του τέλους των 60s. Από αριστερά: Graham Nash, David Crosby, Stephen Stills, Neil Young
Οι Crosby Stills Nash & Young στην ουσία δεν υπήρξαν ποτέ ενιαία μπάντα. Ήταν περισσότερο, ένα καλοσχεδιασμένο άθροισμα των μελών τους, στιβαγμένα στο στενό πλαίσιο ενός σχήματος, που πάλευαν μεταξύ τους για να κυριαρχήσει ο καθένας πάνω στους άλλους. Τέσσερα ταλαντούχα εγώ σε ένα ταμπλό σκάκι που αναζητούσαν τη μοιραία στρατηγική κίνηση ρουά ματ ο καθένας απέναντι στους αντιπάλους του. Η κόλαση της δημιουργίας του δεύτερου album τους «Déjà Vu» περιείχε τα πάντα: κατάχρηση ηρωίνης, κοκαϊνης, αλκοόλ, παράνοια, μεγαλομανία, ίντριγκες, ομηρικούς καυγάδες ανταγωνισμού μεταξύ των μελών για επικράτηση, τραγωδίες και θάνατο. Όλα καταγράφηκαν καταπληκτικά στο βιβλίο «Hotel California» από τον Barney Hoskyns.
Μετά το ντεμπούτο album τους «Crosby Stills & Nash» οι τρεις τους είχαν βρεθεί στη δύσκολη θέση να πρέπει να μεταφέρουν επί σκηνής τον ήχο που είχαν παράγει στο στούντιο, γεμάτος στρώσεις και πολύπλοκες υφές. Ο Stephen Stills άρχισε να ζυμώνει στο μυαλό του την ιδέα που είχε ρίξει ο Ahmet Ertegun, να μπει στο σχήμα ο Neil Young για να ενισχύσει την δύναμή τους στις συναυλίες παρότι οι δρόμοι τους είχαν χωρίσει επεισοδιακά στους Buffalo Springfield. O Elliot Roberts της Lookout Management δεν μπορoύσε να πιστέψει ότι ο Stills θεώρησε καν πιθανό να συμβεί κάτι τέτοιο. «Πάντα θα με σοκάρει το γεγονός ότι ο Stephen προσκάλεσε τον Neil να επιστρέψει στο σχήμα από τη στιγμή που ήξερε ότι δεν θα μπορούσε πια να τον εκφοβίσει.» Από την δική του πλευρά, ο Graham Nash ένιωσε τρομοκρατημένος με την ιδέα της επιστροφής του Neil Young στο σχήμα. Πάνω που είχε βρει το απόλυτα αρμονικό τρίο, ξαφνικά, ο παλιός συνεργάτης του Stephen Stills στους Buffalo Springfield έμπαινε στην εικόνα. Όπως είπε ο δημοσιογράφος Ben Fong Torres «Ενώ οι περισσότερες ομάδες είναι ικανοποιημένες να έχουν δύο παίκτες να ρίχνουν τη μπάλα, οι CSNY είχαν τέσσερις.»
Ο Neil Young έγινε αισθητός πριν καν μπει στο σχήμα: έδωσε οδηγίες στον manager του Elliot Roberts να ενημερώσει το τρίο ότι δεν ήταν διαπραγματεύσιμη η «ίση μεταχείριση των τεσσάρων». Όπως εξήγησε ο Neil Young στον Jimmy McDonough «Όλοι προσπαθούσαν να κάνουν το δικό τους. Δεn πίστευα καν από την αρχή κιόλας ότι θα ήταν μπάντα.» Όταν συμφωνήθηκε ότι οι αποδοχές του Young από το σχήμα ήταν ένα πολύ γερό ποσοστό των εσόδων τους, ο drummer Dallas Taylor επαναστάτησε και δε βοηθούσε καθόλου το γεγονός ότι ήταν ένας από τους πρώτους ηρωινομανείς στην rock σκηνή του Los Angeles. Στις συναυλίες προσπαθούσε να βγάλει τον Neil Young εκτός ρυθμού κατά τη διάρκεια των solos του κιθαρίστα. Ο Young κανόνισε να αποβληθεί ο Taylor από την μπάντα.

David Geffen (αριστερά) και Elliot Roberts (κέντρο) διόγκωναν την αλλαζονία των CSNY και συνέβαλαν στον τυφλό ανταγωνισμό μεταξύ τους
Η απόφαση του Young να μπει στους CSNY αποδόθηκε εκείνη την εποχή στον ενθουσιασμό που ένιωθε όταν μονομαχούσε με τον Stills επί σκηνής. Μια πιο πιστευτή ερμηνεία της απόφασής του είναι ότι το συγκρότημα τού παρείχε μεγαλύτερη προβολή από αυτή που θα είχε ως solo καλλιτέχνης (είχε ήδη κυκλοφορήσει τα δύο πρώτα albums του, το 1968 – 1969, το δεύτερο με τους Crazy Horse), αφού ο Young κυνηγούσε τόσο τα χρήματα όσο και ο David Geffen, manager του μαζί με τον Elliot Roberts. Κατανόησε πλήρως τον τρόπο που είχε ο Geffen να βγάζει χρήματα από τις πλάτες των καλλιτεχνών που φαινομενικά δεν τους ένοιαζε καθόλου η κερδοσκοπία. Αυτή ήταν η στρατηγική του Δούρειου Ίππου για την εκμετάλλευση του rock: να πουλάει αντικαπιταλισμό στα παιδιά, τους μακρυμάλληδες, τους περιθωριακούς. «Δεν θα πω ότι δε μ’ αρέσουν τα λεφτά», είπε ο Young στον Richie Yorke. «Μου αρέσουν τα λεφτά και θα βγάλω πολλά και σίγoυρα αυτό παίζει ένα ρόλο στο να βρίσκομαι εδώ.»
Η έλευση του Neil Young στους CSNY έφερε μία ολόκληρη επιπλέον διάσταση κινδύνου και απρόβεπτων συνεπειών.. Η έντασή του φάνηκε στα προσωπικά τραγούδια που έφερε στο συγκρότημα. Οι παρατεταμένες εκτελέσεις τραγουδιών σαν το «Down By The River» ήταν το έδαφος για τον Neil Young και τον Stephen Stills να επιδοθούν σε ένα τυφλό ανταγωνισμό μεταξύ τους. Κατά τη διάρκεια αυτών των εμφανίσεων, ο Graham Nash ήταν υποχρεωμένος να στέκεται στην άκρη της σκηνής και να χτυπάει ένα ντέφι. Ωστόσο ο Stills αισθανόταν ότι ο Neil Young τον προκαλούσε από την αυξανόμενη αυτοπεποίθησή του. Οι ανασφάλειές του βγήκαν εκτός ελέγχου όταν στα παρασκήνια, μετά τη συναυλία τους στο Fillmore East της Νέας Υόρκης, ξέσπασε ένας άσχημος καυγάς μεταξύ τους. Σημειωτέον, οι CSNY είχαν ήδη παίξει ως support στην Joni Mitchell στο Chicago στις 16 Αυγούστου 1969, δύο μέρες αργότερα στο Woodstock και ένα μήνα αργότερα στο Big Sur Folk Festival στις 13 και 14 Σεπτέμβρη.
Το γεγονός ότι ο Geffen, ο Roberts και οι λακέδες τους ενίσχυαν την αυταρέσκειά τους μπορεί να έφερε αποτελέσματα στα καλλιτεχνικά τους προϊόντα και στους τραπεζικούς λογαριασμούς τους αλλά δεν ήταν και τόσο ηθική η στάση τους. «Αυτό ήταν που τους ξέκοψε από την πραγματικότητα και τους εαυτούς τους,» είπε ο Nurit Wilde, φωτογράφος στο Laurel Canyon. «Ερέθιζε ακόμα περισσότερο την αυξανόμενη μεγαλομανία τους και την πεποίθησή τους ότι ήταν θεοί.» Το κουκούλι που τους είχε χτίσει ο Elliot Roberts στο Wally Heider Studio του San Francisco όταν ηχογραφούσαν το δεύτερο album τους «Déjà Vu» έκανε τους ανταγωνισμούς τους ακόμα πιο κλειστοφοβικούς. «Όταν φτιάχναμε τον πρώτο δίσκο των CSN ήμασταν πολύ ερωτευμένοι ο ένας με τον άλλο και ο ένας με τη μουσική του άλλου,» είπε ο Graham Nash στον Robert Sandall. «Μέχρι τo «Déjà Vu» όλο αυτό είχε μετρατραπεί σε μία φρίκη.»

Το κολλάζ στο εσώφυλλο του «Déjà Vu»: χάος
Η ένταση ανάμεσα στον Stills, μανιακό με τον έλεγχο και τον τεμπέλη αλλά πολυλογά David Crosby ήταν ιδιαίτερα τοξική. Η αλλαζονία του Stills και η απόφασή του ότι αυτός ήταν ο αρχηγός των CSNY δημιουργούσε την περισσότερη ένταση στο συγκρότημα. «Οι διαμάχες τότε ήταν μεταξύ εμένα και του Stills, μεταξύ του Nash και του Stills και λίγο μεταξύ του Young και του Stills,» θυμόταν ο Crosby. «Ο Stephen ένιωθε λες και ο Neil τού είχε κλέψει το συγκρότημα κατά το ένα ή τον άλλο τρόπο, αν και ο Stephen ήταν αυτός που είχε καλέσει αρχικά τον Neil να έρθει στο σχήμα.» Ο Young ήταν ιδιαίτερα δυσαρεστημένος με τις υπερ-πολύπλοκες ενορχηστρώσεις των CSN. «Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να ακούμε από μια σκοπιά απλότητας,» γκρίνιαζε καθώς έβλεπε τον Stills να δουλεύει με τον ηχολήπτη Bill Harveston. «Σκέψου ότι μπορούμε να το κάνουμε ακόμα μεγαλύτερο αν το απλοποιήσουμε.» Σε κάποια στιγμή η ατμόσφαιρα στο Wally Heider έγινε τόσο φρικτή που ο Nash κάλεσε τη μπάντα για μια συνάντηση. Καθώς προσπαθούσε να εκφράσει την απογοήτευσή του από τις δύσθυμες κακίες που ανταλάσσονταν ανάμεσα στα μέλη του σχήματος, ξέσπασε σε κλάμματα. «Ο Nash έπρεπε να προσπαθήσει πολύ σκληρά για να γίνει ο διπλωμάτης που θα κρατήσει το συγκρότημα μαζί,» είπε ο παραγωγός Denny Bruce. «Είπε ότι κάποιες μέρες ο Stills θα μπορούσε να θεωρηθεί παράφρονας ή άλλα τέτοια λόγια ανάλογης σοβαρότητας. Και ο Geffen είπε ότι ποτέ δεν είχε δει κάποιον να χάνει την ψυχραιμία του όπως ο Stills. Είπε ότι οι φλέβες στο λαιμό του πετάγονταν έξω μέχρι κάτω στους ώμους του.»
Ο Nash που είχε νοσταλγήσει την αγάπη μεταξύ τους στο πρώτο album ήταν επίσης ενοχλημένος από την απροθυμία του Young να προσαρμοστεί και να αφοσιωθεί στους CSNY, αλλά και από αυτό που αργότερα περιέγραψε ως την «αχόρταγη ανάγκη του Neil για έλεγχο.» Ο Nash ως ένας μουσικός που πάντα υποσκέλιζε το δικό του εγώ για το κοινό μουσικό καλό, ένιωσε την υπομονή του να εξαφανίζεται με τον Young. Επιπλέον, υπήρχε ένα πολιτικό σχίσμα ανάμεσα στον Crosby και τον Nash από τη μία μεριά και τον Stills και τον Young από την άλλη. Όταν ο Hugh Wavy Gravy Romney προσκάλεσε τους CSNY να παίξουν σε μια συναυλία υποστήριξης στους «Επτά του Chicago», στο Εθνικό Συνέδριο των Δημοκρατικών το 1968, ο Stills και ο Young -αδιάφοροι πολιτικά- αρνήθηκαν να συμμετέχουν. Το τραγούδι του Nash, «Chicago» του 1971 ήταν μια ευθεία ικεσία στα άλλα μέλη του συγκροτήματος να ακολουθήσουν τις συνειδήσεις τους.

Graham Nash και Joni Mitchell: η Joni «ασφυκτιούσε στη συμβίωσή της με τον Graham.

Stephen Stills και Judy Collins: ο χωρισμός τους συνέβαλε στην μανία για έλεγχο του Stephen στο στούντιο και στη σκηνή.

David Crosby και Christine Hinton: ο θάνατος της Christine βύθισε τον David σε κατάθλιψη και ακόμη πιο φανατικά στην ηρωίνη.
Κι επίσης, δε βοηθούσε ότι το «Déjà Vu» ηχογραφήθηκε με φόντο την απώλεια και την τραγωδία. Ο Stills είχε χωρίσει από την Judy Collins, κάτι που τον έκανε ακόμα πιο στοχοθετημένο και μονομανή στο στούντιο. Ο Nash είχε προβλήματα στη σχέση του με την Joni Mitchell η οποία ένιωθε εγκλωβισμένη από τη συμβίωσή τους. Ακόμα χειρότερα, στις 30 Σεπτεμβρίου 1969 η ερωμένη του Crosby, Christine Hinton σκοτώθηκε σε μια μετωπική σύγκρουση ενώ έτρεχε για μια δουλειά κοντά στο σπίτι τους στο Marin County. Ο θάνατός της δημιούργησε τόσο μεγάλη κατάθλιψη στον Crosby που την κουβαλούσε σε όλη τη ζωή του και επιπλέον ο εθισμός του στην ηρωίνη αυξήθηκε κατακόρυφα, αποδρώντας από τη θλίψη του που θα τον ξανάβρισκε αργότερα.
Η ηρωίνη και η κοκαϊνη έπαιξαν το δικό τους ρόλο στα προβλήμτα γύρω από το «Déjà Vu«. Ο Dallas Taylor που ισχυριζόταν ότι ο Crosby και ο Keith Richards είχαν κυλήσει το «μισό Hollywood» στην πρέζα, έκανε χρήση και στο στούντιο. Ο Stills εντωμεταξύ έπινε αλκοόλ και σνίφαρε μανιακά κόκα για να αντέξει στους ολονύκτιους μαραθώνιους στο στούντιο. «Πάρα πολλές φορές, οι CSNY βρίσκονταν σε έξαλλη κατάσταση και δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί,» είπε ο Young, «σε σημείο που όλοι έδειχναν καμμένοι εντελώς.» Μέσα σε αυτήν την κολασμένη παράνοια, το «Déjà Vu» ολοκληρώθηκε στα μέσα του Νοέμβρη του 1969 κι ακουγόταν πιο πομπώδες από το πρώτο, με ένα σέπια εξώφυλλο που εικονίζονται και αναγράφονται εκτός από τους τέσσερίς τους κι ο drummer Dallas Taylor και ο μπασίστας Greg Reeves σε μια φωτογραφία που μοιάζει να κατάγεται από τον αμερικανικό εμφύλιο. Η Atlantic μετά την επιτυχία του πρώτου album τύπωσε εκατομμύρια αντίτυπα και οι ίδιοι οι CSNY ανέπτυξαν μια αυτοεικόνα τόσο σπουδαιοφανή σαν να ήταν οι αμερικανοί Beatles. «Το θέμα με μας είναι ότι είμαστε μαζικοί καλλιτέχνες» είπε ο Crosby στον Ben Fong Torres. «Δεν υπηρξε ποτέ στο παρελθόν κάτι σαν και μας μέχρι πίσω στον Γουτεμβέργιο.»

Crosby, Stills, Nash & Young «Déjà Vu» (Μάρτιος 1970, Atlantic)
Μέσα σε όλη αυτήν την παρανοϊκή κόλαση το «Helpless» μέσα στο δίσκο αποκτούσε λυτρωτική διάσταση. Το τραγούδι ήταν γραμμένο στις αρχές του 1969 από τον Neil Young στο πλαίσιο της μπάντας του Crazy Horse και μπήκε στο ρεπερτόριο των CSNY όταν τον έπεισαν οι υπόλοιποι να το ηχογραφήσουν μαζί. Αφού το τραγούδησε με τη λιγνή, τριμαρισμένη φωνή του πέρασε στο στούντιο από σαράντα κύματα ιδεών όσον αφορά τους προτιμόμενους τρόπους ενορχήστρωσής του, κατέληξε ευτυχώς στην απλή ακουστική μορφή του με τον Neil Young να τραγουδάει το βασικό μέρος του κομματιού και τους υπόλοιπους να τραγουδούν την αρμονία στο ρεφρέν. Ο τρόπος που επαναλαμβάνεται στο ρεφρέν η λέξη «Αβοήθητοι» εντείνει δραματικά την αίσθηση της απόγνωσης – άλλωστε τα «γαλάζια παράθυρα πίσω από τα αστέρια μπορεί να είναι και μελαγχολικά παράθυρα (blue). Στο πλαίσιο της ασφυκτικής διαδικασίας που επικρατούσε στις ηχογραφήσεις του album τους, το «Helpless» ακουγόταν σαν μία απέλπιδα προσπάθεια σωτηρίας τους από την φρίκη, μία τρυφερή επίκληση μιας ανάμνησης που θα τους οδηγούσε σε μια διέξοδο. Ο Neil Young αποκάλυψε στον Nick Kent για το Mojo το 1995, ότι αυτή η πόλη στο βόρειο Ontario του Καναδά που αναφέρει στον πρώτο στίχο, είναι το χωριό Omemee, βάζοντας την στο χάρτη του πάνθεου της rock κουλτούρας αφού διαθέτει και μουσείο Neil Young καθώς ο σπουδαίος καναδός τραγουδοποιός εκεί πέρασε μέρος της παιδικής ηλικίας του με τη μητέρα του.

Το μουσείο Neil Young στο χωριό Omemee στο Ontario. Το Omemee είναι η πόλη που εννοεί στον πρώτο στίχο του «Helpless».

Crosby, Stills, Nash & Young «Woodstock / Helpless» 7» Single (1970, Atlantic)
Το «Helpless» από τους Crosby, Stills, Nash & Young:
Είναι μια πόλη στο βόρειο Ontario
Ονειρική ανακουφιστική ανάμνηση για ν’ ανατρέχεις
Και στο νου μου έχω ανάγκη ακόμα ένα μέρος να πάω
Όλες οι αλλαγές μου συνέβησαν εκεί
Γαλάζια, γαλάζια παράθυρα πίσω από τα αστέρια
Κίτρινο φεγγάρι στην ανατολή του
Μεγάλα πουλιά πετάνε στον ουρανό
Ρίχνοντας σκιες στα μάτια σου
Μας αφήνουν
Αβοήθητους, αβοήθητους, αβοήθητους, αβοήθητους
Μωρό μου, μπορείς να με ακούσεις τώρα;
Οι αλυσίδες είναι δεμένες και κλειδωμένες στην πόρτα
Μωρό μου, τραγούδησε μαζί μου με κάποιο τρόπο
Γαλάζια, γαλάζια παράθυρα πίσω από τα αστέρια
Κίτρινο φεγγάρι στην ανατολή του
Μεγάλα πουλιά πετάνε στον ουρανό
Ρίχνοντας σκιες στα μάτια σου
Μας αφήνουν
Αβοήθητους, αβοήθητους, αβοήθητους, αβοήθητους

Rick Danko, Robbie Robertson και Neil Young επί σκηνής στις 25 Νοεμβρίου 1976 στο San Francisco για το «Last Waltz» ερμηνεύουν το «Helpless»

The Band «The Last Waltz» (1978, Warner Bros. Records)
To «Helpless» από τον Neil Young, τους Band και την Joni Mitchell:
O Neil Young ερμήνευσε ξανά το «Helpless» στο πλαίσιο της αποχαιρετιστήριας συναυλίας των Band στο San Francisco στις 25 Νοεμβρίου 1976, με όλη την αφρόκρεμα του roots rock (Eric Clapton, Ringo Starr, Bob Dylan, Ronnie Wood, Muddy Waters, Neil Diamond, Van Morrison, Bobby Charles, Dr. John, Paul Butterfield, Emmylou Harris, Ronnie Hawkins, Joni Mitchell, The Staple Singers) που συμπεριλήφθηκε σε ένα τριπλό album και μια ταινία σκηνοθετημένη από τον Martin Scorsese με τον τίτλο «The Last Waltz«, ένα συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ που χρονικά ισοδυναμεί με το τέλος της αθωότητας στη Δυτική Ακτή. Η εκτέλεση αυτή, διαπνέεται από την πολύ πιο ηδονική και γιορτινή ατμόσφαιρα της συναυλίας, με τον Neil Young να συνοδεύεται από τον Robbie Robertson και τον Rick Danko των Band πάνω στη σκηνή και από την βοηθητική φωνητική συνοδεία της Joni Mitchell από τα παρασκήνια, καθώς δεν ήθελε να βγει μαζί τους επί σκηνής επειδή θα αποδυνάμωνε τη δική της εμφάνιση που ακολουθούσε στο πρόγραμμα της συναυλίας. Σημειολογικά, η εκτέλεση αυτή ακούγεται σαν λύτρωση και σαν δικαίωση από την έξοδο από τη στενωπό των CSNY και πάνω σε αυτή την εμφάνιση βασίστηκαν οι δεκάδες καλλιτέχνες που ερμήνευσαν αργότερα το «Helpless» επί σκηνής με καλεσμένους τους όπως ο Ryan Adams μαζί με την Gillian Welch, ο Elton John με τον Leon Russell, την Sheryl Crow και την Neko Case, οι Cowboy Junkies, οι Arcade Fire κ.λπ.
★★★★★★★★★★

Neil Young «Unplugged» (1993, Reprise)
Το «Helpless» από τον Neil Young στην live unplugged εκτέλεσή του:
Ο Neil Young θα συμπεριλάμβανε διάφορες ακόμα φορές το «Helpless» σε δίσκους του με πιο σημαντική από αυτές την ζωντανή unplugged εκτέλεσή του στις 7 Φεβρουαρίου 1993 που κυκλοφόρησε στις 15 Ιουνίου 1993. Ο Neil Young τελειομανής και αδιαπραγμάτευτος για το τελικό ηχητικό αποτέλεσμα ταλαιπώρησε πολύ τους μουσικούς του μέχρι να πετύχουν τις εκτελέσεις που ήθελε, η γκρίνια δεν έλειψε καθόλου από αυτά τα sessions. Οι Nils Lofgren (κιθάρα, ακκορντεόν, autoharp), Ben Keith (ντόμπρο), Spooner Oldham (πιάνο, όργανο), Tim Drummond (μπάσο), Oscar Butterworth (τύμπανα) και οι Astrid Young και Nicolette Larson στα φωνητικά, ζυμώθηκαν αρκετά υπό την καθοδήγηση του Young για να αποδώσουν το τελικό αποτέλεσμα.
★★★★★★★★★★
Μέσα στα χρόνια το τραγούδι αποδόθηκε κατά κόρον από διάφορους καλλιτέχνες που επικαλούνταν τη γήινη, τρυφερή αύρα του για να προσθέσουν ένα credit στο ενεργητικό τους. Οι ακόλουθες δέκα και μία είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες αν και όχι πάντα αξιόλογες, σε χρονολογική παράθεση με μια συγκριτική βαθμολόγηση – με άριστα τα δέκα αστεράκια– κάτω από την καθεμιά:

Buffy Saint Marie

Buffy Saint Marie «She Used To Wanna Be A Ballerina» (1971, Vanguard)
Το «Helpless» από την Buffy Saint Marie:
Ακριβώς ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία του «Déjà Vu» και του «Helpless» η Buffy Saint Marie ηχογράφησε το τραγούδι το 1971, με όλο το επιτελείο του Neil Young και των Crazy Horse στο υπόβαθρο και τον Jack Nitzsche στην παραγωγή όπως ακριβώς και στο album του Neil Young, «After The Gold Rush«. Επιπλέον, στο album της «She Used To Wanna Be A Ballerina«, η Buffy Saint Marie είχε επιστρατεύσει τον Ry Cooder και τον Jesse Ed Davis στις κιθάρες και την καταπληκτική Merry Clayton στα βοηθητικά φωνητικά. Ωστόσο η εταιρία της Vanguard που στην ουσία πατρόναρε όλη την ηχογράφηση του δίσκου της Saint Marie, επειδή είχε μεγάλες εμπορικές προσδοκίες από αυτήν, δεν ικανοποιήθηκε από την επίδοσή του στο chart – έφτασε μόλις στο Νο.182 του αμερικανικού chart. Η Buffy Saint Marie, τραγούδησε πολύ στυλιζαρισμένα και κάπως βεβιασμένα το classic του Neil Young και παρά το θαυμάσιο rhythm ‘n’ blues folk υπόβαθρο δεν κατάφερε να το απογειώσει.
★★★★★★1/2★★★

Fosterchild

Fosterchild «On The Prowl» (1980, Vera Kruz Records)
To «Helpless» από τους Fosterchild:
Το «Helpless» από το κουαρτέτο από το Calgary του Καναδά, αποδόθηκε το 1980 στο τρίτο και τελευταίο album τους, «On The Prowl«, με την ευλάβεια που έπρεπε αλλά όχι και με κάποια σπουδαία διαφοροποίηση στην τυπικά rock με country επιρροές εκτέλεσή τους η οποία ακολουθεί πιστά και λίγο φοβικά τον οδηγό χρήσης του είδους. Πολύ κοντά στο πνεύμα και στο στιλ του A.O.R. που έκανε θραύση στην εποχή εκείνη, οι Fosterchild είχαν απομείνει μετά από αλλαγές στα μέλη της rhythm section, οι Jim Foster (κιθάρα, φωνή), Vern Wills (κιθάρα, μπάσο, φωνή), Peter Sweetzir (πλήκτρα) και Gerry Wand (τύμπανα). Το 1981 ο Jim Foster προσχώρησε στους One Horse Blue και οι άλλοι τέσσερις πρόσφεραν τις session υπηρεσίες τους στην καναδική rock σκηνή της περιόδου (Loverboy κ.λπ.)
★★★★★1/2★★★★

Yukihiro Takahashi

Bill Nelson

Yukihiro Takahashi «Wild & Moody» (1984, Yen Records)
To «Helpless» από τους Yukihiro Takahashi και Bill Nelson:
Το «Helpless» στα χέρια του Yukihiro Takahashi από το «Wild And Moody» του 1984 παίρνει ίσως την πιο μοντέρνα, ηλεκτρονική μορφή του, μια αργόμπιτη, ατμοσφαιρική εκτέλεση με τον Bill Nelson (από τους Be Bop Deluxe και τους Red Noise) στην πιο ενορατική, νεορομαντική περίοδό του στην κιθάρα και στα φωνητικά να δίνει στο τραγούδι μια ερμηνεία εξίσου λυπημένη αλλά όχι απελπισμένη. Ο Takahashi, ένας από τους σημαντικότερους Ιάπωνες μουσικούς από τα 70s και μετά θήτευσε στους Sadistic Mika Band, τους Yellow Magic Orchestra, τους Beatniks κ.λπ. και κυκλοφόρησε είκοσι επτά προσωπικά albums μεταξύ 1977 – 2013 ενώ συνεργάστηκε με τον ανθό της art pop, από τον Steve Jansen των Japan, μέχρι τον Iva Davies των Icehouse, αμφότεροι παρόντες στο album του «Wild And Moody».
★★★★★★1/2★★★

Lisa Lagoda

Lisa Lagoda «Helpless / Don’t Think It Over» (1986, WEA)
To «Helpless» από την Lisa Lagoda:
Το 1986 εμφανίστηκε αυτό το single από την Lisa Lagoda με τη διασκευή της στο «Helpless» στην πρώτη πλευρά και ένα άλλο τραγούδι, το «Don’t Think It Over» στη δεύτερη. Η Lisa Lagoda το ερμηνεύει με έναν χαλαρό ηδονιστικό τρόπο, με hi tech pop ενορχήστρωση, παραγωγή από τον έμπειρο περφεξιονίστα Malcolm Luker (που είχε ξεκινήσει από τους Smoke στα ’60s) και τον ήχο που δόξασε ο Bryan Ferry στα ’80s, μία δεξιοτεχνική pop υψηλών τεχνοκρατικών προδιαγραφών αλλά χαμηλής συναισθηματικής έντασης. Η Lisa Lagoda τραγουδάει με έναν τρόπο σαν να μην κατανοεί καν τους στίχους, το ωραιοποιεί και το περνάει στη σφαίρα της generic, smooth art pop σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Η Lisa Lagoda έκανε μια καριέρα με singles στη γερμανική αγορά των ’80s, κυκλοφόρησε ένα album το 1989 και είναι απορία άξιο αν βρήκε ποτέ ένα ακροατήριο να τη στηρίξει.
★★★★★★★★★★

Nick Cave

Various «The Bridge: A Tribute To Neil Young» (1989, Caroline Records)
Το «Helpless» από τον Nick Cave:
Το 1989 κυκλοφόρησε η συλλογή «The Bridge: A Tribute To Neil Young» υπό το συντονισμό του ιστορικού στελέχους της δισκογραφίας Terry Tolkin, με σκοπό, μέρος των εσόδων από τις πωλήσεις της να διατεθεί στη σχολή Bridge που καταπιανόταν με τεχνολογικές εφαρμογές για τη βοήθεια των ανάπηρων παιδιών. Η πρωτοβουλία σεβαστή όπως και η προθυμοποίηση της εναλλακτικής κοινότητας να ανταποκριθεί στο κάλεσμα, οι περισσότεροι καλλιτέχνες από τους οποίους ηχογράφησαν τα αγαπημένα τραγούδια τους από το ρεπερτόριο του Neil Young μέσα στο 1988: Soul Asylum, Victoria Williams, Flaming Lips, Nikki Sudden, Loop, Pixies, Sonic Youth, Psychic T.V., Dinosaur Jr., Henry Kaiser, Bongwater, B.A.L.L. αλλά και φυσικά ένας αγέρωχος Nick Cave που πρόσδωσε στο τραγούδι μια ερμηνευτική εκδοχή από τη μεριά του ανθρώπου που βρίσκεται μετά την απελπισία. Μαζί του φυσικά «κεντάει» σε ένα σχεδόν spiritual υπόβαθρο η slide κιθάρα του Kid Congo Powers και η rhythm section που χειρίζεται μόνος του ο Mick Harvey.
★★★★★★★★★★

Nazareth

Nazareth «Snakes ‘N Ladders» (1989, Vertigo)
Το «Helpless» των Nazareth:
Στο δέκατο έβδομο album τους το 1989, θυμήθηκαν οι σκοτσέζοι hard rockers Nazareth να διασκευάσουν το «Helpless» και να το μετατρέψουν σε «αναπτηράκι» για τις αρένες με τη γνωστή στυλιζαρισμένη παραπονιάρικη φωνή του Dan McCafferty που σέρνει πάνω στη μελωδία τη φωνή του, όχι πολύ συμπαθητικά ενόσω ο Manny Carlton στο υπόβαθρο ελέγχει τον προγραμματισμό των υπολογιστών, τα πλήκτρα και τις κιθάρες ώστε η ατμόσφαιρα να προκύπτει αρκούντως υπομεταλλική, o Peter Agnew παίζει το μπάσο και ο Darrell Sweet τα τύμπανα. Το brand Nazareth μετά από δεκάδες αλλαγών μελών έχει διαρκέσει μέχρι το 2014 ξεκινώντας να ηχογραφεί από το 1971 και ενώ έχει διαπρέψει στο hard rock των 70s και κατόπιν στις power μπαλάντες με έναν ήχο που πια έχει γεράσει, έχει παραμείνει στο παρελθόν και επιστρέφει στο τώρα σαν αντήχηση που προσπαθεί να διασωθεί.
★★★1/2★★★★★★

Trip Shakespeare

Trip Shakespeare «Volt» (1992, Black Hole Records)
Το «Helpless» από τους Trip Shakespeare:
Το «Volt» έμελλε να είναι η τελευταία κυκλοφορία της μπάντας από την Minneapolis της Minnesota, το 1992, ένα ep με έξι διασκευές τους σε classics, το οποίο η εταιρία τους A&M «δεν βρήκε λόγο» να κυκλοφορήσει και γι’ αυτό βγήκε από την ανεξάρτητη Twin Tone πριν διαλυθούν. Τα αδέλφια Matt Wilson (κιθάρα, φωνή), Dan Wilson (κιθάρα, πιάνο), Elaine Harris (τύμπανα, κρουστά) και John Munson (μπάσο) αποδίδουν το «Helpless» με αναπαλαιωμένο χιπισμό χωρίς να προσθέτουν ιδιαίτερη αίγλη στο τραγούδι και με τη λιγνή φωνή του Matt Wilson να μην επιφέρει σπουδαία συναισθηματική δύναμη στα λόγια του. Οι Trip Shakespeare κατάφεραν να κυκλοφορήσουν τέσσερα albums πριν τους διώξει η A&M λόγω του ότι το grunge που κυριαρχούσε στην εποχή το 1991 δεν άφηνε περιθώρια για κλασικές rock περιπτύξεις. Ο Dan Wilson και ο John Munson σχημάτισαν τους Semisonic και ακόμα πιο μετά ο Dan Wilson έγινε ένας προβεβλημένος συνθέτης της αμερικανικής pop και rock βιομηχανίας.
★★★★★1/2★★★★

k.d. lang

k.d. lang «Hymns Of The 49th Parallel» (2004, Nonesuch)
Το «Helpless» από την k.d. lang:
Στο ένατο album της «Hymns Of The 49th Parallel» το 2004, η καναδή Kathryn Dawn Lang από το Edmonton της Alberta του Καναδά, πρόσφερε ένα φόρο τιμής στους αγαπημένους της πατριώτες Καναδούς τραγουδοποιούς, όπως η Joni Mitchell, η Jane Sibbery, ο Bruce Cockburn, ο Leonard Cohen και ο Ron Sexsmith. Φυσικά δεν θα μπορούσε να παραλείψει τον Neil Young με δύο επιλογές από αυτόν, το «After The Gold Rush» και το «Helpless» το οποίο ερμηνεύει με αφοπλιστικά έμπειρη και πάντα βελούδινη, ιαματική φωνή, μπροστά από την ενορχήστρωση του Eumir Deodato (τα έγχορδα ακούγονται σαν αέρας), τις κιθάρες του Ben Mink και τα πλήκτρα του Teddy Borowiecki. Από όσους καλλιτέχνες μετά τον Neil Young αποφάσισαν να ερμηνεύσουν το «Helpless» η k.d. lang φαντάζει ως η πιο κατάλληλη από ύφος και ήθος να το τραγουδήσει και πράγματι του έδωσε μια άλλη αίσθηση η οποία δεν ξεφεύγει από το λυτρωτικό αλλά σίγουρα αγκαλιάζει και μία λεπτή δεξιοτεχνία που δεν είναι όλοι σε θέση να φτάσουν.
★★★★★★★1/2★★

Needle

Needle «Songs Your Mother Never Sang You» (2006, Online Rock Records)
Το «Helpless» από τους Needle:
Ίσως η πιο πρωτότυπη, μυσταγωγική και ιδιαίτερη εκτέλεση από όσες έχουν γίνει στο «Helpless«, έρχεται από το 2006 και ένα σχήμα, άγνωστο σχετικά, τους Needle από το San Francisco, οι οποίοι με την απόδοσή τους, δικαιώνουν θαυμάσια την έννοια της διασκευής μέσα από το album τους «Songs Your Mother Never Sang You«. Ο Stephen Beck παίζει κιθάρα, μπάσο, drums, ξυλόφωνο και keyboards και η Julie Cornett τραγουδάει, παίζει κιθάρα, drums, ξυλόφωνο και keyboards και η Christine Banks τραγουδάει σε αυτό το ατμοσφαιρικό κράμα, από συμφωνική μινιμαλιστική chamber pop αναδεικνύοντας ίσως τον βαθύ χαρακτήρα του τραγουδιού με έναν τρόπο υψηλής καλαισθησίας και άποψης. Οι Needle έχουν κυκλοφορήσει τρία albums στα 00s και παραμένουν κρυφό μυστικό στην αμερικανική Δυτική Ακτή.
★★★★★★★★★★

Patti Smith

Patti Smith «Twelve» (2007, Columbia)
To «Helpless» από την Patti Smith:
Το 2007 η Patti Smith έφτανε στο δέκατο album της και αποφάσισε να φτιάξει ένα album με αποδόσεις σε δώδεκα αγαπημένα της classics από Nirvana, Doors, Paul Simon, Bob Dylan, Allman Brothers, Stevie Wonder, Beatles, Jefferson Airplane, Tears For Fears, Jimi Hendrix Experience, Rolling Stones και CSNY συν ένα δέκατο τρίτο bonus των R.E.M. Η Patti Smith τρoφοδοτεί με όση τρυφερότητα είναι δυνατόν να επιστρατεύσει για την ακουστική εκτέλεσή της, παρέα με την κιθάρα του Lenny Kaye και το ακκορντεόν του Jay Dee Daugherty. Οι λυγμοί σε κάποιες απολήξεις της προσθέτουν αυτήν την διαφορετικότητα που κατά κάποιους είναι αναμενόμενο να διαθέτει η Patti Smith όταν τραγουδάει ένα κομμάτι που έμεινε στην ιστορία για τη λύπη του και την αναζήτηση της σωτηρίας. Η Patti το δίνει με ελπίδα και καθησυχαστική ομορφιά.
★★★★★★★★★★

Black Label Society

Black Label Society «The Song Remains Not The Same» (2011, eOne)
Το «Helpless» από τους Black Label Society:
To 2011 οι Black Label Society κυκλοφόρησαν το «The Song Remains Not The Same«, ένα σύνολο επεξεργασμένων τραγουδιών σε ακουστικές εκτελέσεις από διασκευές τους ή bonus τραγουδιών τους από albums τους, κυρίως από το προηγούμενο album τους του 2010 «Order Of The Black«. Ο Zakk Wylde τραγουδάει με τη σκαμμένη φωνή του επιστρατεύοντας όλη το σεβασμό του για το classic του Neil Young με συνοδεία μόνο από το πιάνο που παίζει ο ίδιος. Ο drummer John DeServio και ο μπασίστας Will Hunt δεν έχουν σπουδαίο ρόλο στην ηχογράφηση. Οι σκληροί rockers από το Los Angeles έχουν διαγράψει μια πολύ εντυπωσιακή πορεία που τους έχει αποφέρει μεγάλη εμπορική επιτυχία στα charts. O Zakk Wylde είναι ο κιθαρίστας του Ozzy Osbourne και έχει κυκλοφορήσει δύο προσωπικά albums, ένα με τους Pride & Glory και δεκατρία με τους Black Label Society.
★★★★★★★★★★

Rachael Sage & Judy Collins

Rachael Sage «Blue Roses» (2015, MPress Records)
To «Helpless» από την Rachael Sage και την Judy Collins:
Η Rachael Sage από το Port Chester της Νέας Υόρκης στο ενδέκατο album της το 2015 συμπεριέλαβε μια «γυναικεία» εκτέλεση του «Helpless» καλώντας και την θρυλική Judy Collins να το ερμηνεύσουν μαζί, μία αρκετά πετυχημένη ιδέα, αφού η αντίστιξη ανάμεσα στην χυμώδη, γεμάτη ψήγματα λαχτάρας και άγχους, φωνή της Sage, δένει εξαιρετικά με την κραταιότητα της folk εμπειρίας της αειθαλούς Collins. Η Rachael Sage εκτός από καλή τραγουδοποιός είναι και ένα υπόδειγμα ανεξάρτητης καλλιτέχνιδας αφού κυκλοφορεί μόνη της το υλικό της από την προσωπική δισκογραφική εταιρία της και επιπλέον είναι και ζωγράφος. Όχι γνωστή στην Ευρώπη, παρότι θα έπρεπε έχει κυκλοφορήσει δώδεκα albums από το 1995 ως το 2016. Για κάποιο λόγο, μέσα στην ίδια χρονιά, δύο άλλες κυρίες, η Donna Lewis στο album της «Brand New Day» και η Ida Sand στο «Young At Heart» διασκεύσασαν το «Helpless» συμπαθητικά, ίσως για να γιορτάσουν τα 45 χρόνια από την πρώτη ηχογράφησή του.
★★★★★★★★★★
The Dust Grain One: Richenel «L’ Esclave Endormi»