Πάνω Από Τη Γη
Posted by gone4sure στο 1 Ιουλίου 2018
Το «Overground» λαχταράει την έξοδο από την σκοτεινιά του υπογείου, ενώ ξέρει ότι και στον υπέργειο κόσμο, ο αέρας παραμένει ασφυκτικός. Όσο αντι-punk μπορεί να φανταστεί κανείς, μια ένδοξη πρωθιέρεια του punk, ανεβαίνει τη σκάλα προς ένα φως που την κάνει χειρότερη από τον εαυτό της.

Siouxsie & The Banshees από το 1977
Οι Banshees είχαν πάρει το όνομά τους από την ταινία «Cry Of The Banshee» του 1970 του Gordon Hessler, με τον Vincent Price και στις 20 Σεπτέμβρη 1976 εδωσαν μια συναυλία στο πλαίσιο του Punk Rock Fetival στο Club 100 ως Suzy & The Banshees με τη Siouxsie στη φωνή, τον Marco Pirroni στην κιθάρα και τον Sid Vicious στα τύμπανα παίζοντας μια εικοσάλεπτη βελβετική, αυτοσχεδιαστική εκτέλεση του «Lord’s Prayer» που περιλάμβανε αποσπάσματα από το «Twist And Shout» και το «Knocking On Heaven’s Door«. Η συναυλία ήταν καταστροφική, η μπάντα κατέβηκε από την σκηνή, πριν την ώρα της και περιγράφηκε ως «ανυπόφορη και κανονικός θόρυβος για τα αυτιά όλων.» Η Siouxsie (αρχικά ονομαζόταν Candy Sue) και ο Severin, μαζί με τον Billy Idol και την Sue Catwoman μεταξύ άλλων ακολουθούσαν τους Sex Pistols στα live τους και πόζαραν επιδεικτικά για τις εφημερίδες, δημιούργησαν μια δημοσιότητα αρχικά, που φαινόταν να παράγεται για λάθος λόγους, όταν η Caroline Coon, δημοσιογράφος, φωτογράφος και μοντέλο, αυτή που είχε «βαφτίσει» την παρέα Bromley Contingent, έγραφε στο Melody Maker για το χρώμα των μαλλιών της Siouxsie και για τα ρούχα της και για το πώς είχε υιοθετήσει την εικόνα της από το «Κουρδιστό Πορτοκάλι«. Η Siouxsie και ο Severin που είχαν γνωριστεί σε μια συναυλία των Roxy Music τον Οκτώβριο του 1975, ως παιδιά των προαστίων που είχαν αγκαλιάσει το glam για να ξεφύγουν από την πλήξη τους, έγιναν οι συμβολικές φιγούρες της μόδας του punk: είχαν εμφανιστεί στο επεισοδιακό τηλεοπτικό show του Bill Grundy.
Είχε ήδη ξεκινήσει να δέχεται τον θόρυβο της αμφισβήτησης για το περιβραχιόνιο με τη σβάστικα που είχε φορέσει ξεσηκώνοντας μια ανυπόστατη παραφιλολογία περί ναζιστικών αναφορών. Η Siouxsie είχε πάρει μια σβάστικα από τον Malcolm McLaren που τις πούλαγε στο κατάστημα Sex από τότε που το κατάστημα λεγόταν Too Fast Too Live Too Young To Die στην King’s Road, την οποία φορούσε καθ’ όλη τη διάρκεια του 1976 και απολογήθηκε για αυτό. Τον Ιανουάριο του 2005 η Siouxsie μιλώντας στον Simon Goddard του Uncut, ξεκαθάρισε ακόμα πιο λεπτομερώς τη σχέση της με όλη αυτή την υπόθεση με την σβάστικα: «Η κουλτούρα εκείνη την εποχή είχε να κάνει με τους Monty Python, τον Basil Fawlty (από την τηλεοπτική σειρά «Fawlty Towers» που ξεκίνησε το 1975), τον Freddie Starr (κωμικός διασκεδαστής και ηθοποιός), την ταινία «Producers» (1967 του Monty Python) και το «Springtime For Hitler» (ένα επινοημένο musical μέσα στην ταινία «Producers» σχετικά με τον Hitler και την Eva Brown). Η φάση ήταν πολύ «Salon Kitty» (ταινία του 1976 του Tinto Brass, βασισμένη στο μυθιστόρημα του Peter Norden που προκρίνει αισθητικά το ναζιστικό chic), το χρησιμοποιούσαν σαν στοιχείο glamour, σα μόδα και ξέρεις κάτι; Πρέπει να είμαι ειλικρινής και να παραδεχτώ ότι μου αρέσει πολύ η στολή των ναζί. Δεν θα έπρεπε να το λέω αλλά είναι μια πολύ όμορφη στολή. Ξέρω είναι σαν να λες, «έλα τώρα, οι ναζί είναι υπέροχοι.» Η πολιτική ορθότητα γίνεται καταπιεστική. Είναι από μόνη της πολύ ναζί. Και είναι ειρωνικό ότι αυτή η πολιτική ορθότητα είναι πολύ ναζί. Στην Αμερική είναι ιδιαίτερα εύθικτοι σχετικά με τους ναζί και πας στο Los Angeles και είναι φυλετικά διαχωρισμένο. Είναι πολύ ναζί και η ειρωνία είναι ότι δεν το καταλαβαίνουν. Δεν συνειδητοποιούν ότι είναι πολύ ναζιστικό να προσβάλλεσαι όταν κάποιος αναφέρει τη λέξη ναζί.»

Siouxsie και Severin έξω από το Club 100 την ημέρα του Punk Festival φωτογραφημένοι από την Caroline Coon.
Εντέλει με το τέλος του 1976 τελείωσε και η περίοδος της Siouxsie ως punk celebrity του Malcolm McLaren όταν η Siouxsie έκανε το πρώτο εξώφυλλό της στην Daily Mirror ως ξωτικό punk κορίτσι (με υπέρτιτλους όπως «Siouxsie Is A Punk Shocker«). «Δεν το απόλαυσα, ούτε το ευχαριστήθηκα» είπε η Siouxsie στο Uncut. «Συνειδητοποίησα γρήγορα πόσο γελοίο ήταν και πήγαιναν να το μετατρέψουν σε αυτό που ήθελαν: σε cartoon. Στις αρχές του 1977 το όλο πράγμα είχε τελειώσει γιατί η υπόθεση με τον Bill Grundy το είχε σκοτώσει. Το εκμεταλλεύτηκαν και το μετέτρεψαν σε επίδειξη φρικιών.» Ο βαθμός της δημοφιλίας της Siouxsie στην λονδρέζικη σκηνή ως it girl φαίνεται και από το τραγούδι της punk μπάντας London (Riff Regan – φωνή, Dave Wight – κιθάρα, Steve Voice – μπάσο, Jon Moss – τύμπανα), με manager τον Simon Napier Bell, που κυκλοφόρησαν το «Siouxsie Sue» το 1977 από το ep τους «Summer Of Love«.

London «No Time / Siouxsie Sue / Summer Of Love / Friday On My Mind» (MCA, 1977)
Το «Siouxsie Sue» των London:
Στις αρχές του 1978 οι Banshees ήδη είχαν χτίσει το μυθικό status τους, πριν καν υπογράψουν συμβόλαιο με δισκογραφική, πριν καν ηχογραφήσουν, επίσημα, υλικό τους. Oι Banshees είχαν δώσει τις πρώτες συναυλίες τους σε όλη τη διάρκεια του 1977: στο Lyceum, το Vortex, το Music Machine, στο Rainbow (τον Οκτώβρη του 1977 όπου μετά το support που έκαναν στους Heartbreakers, η Siouxsie και ο Kenny Morris, συνελήφθησαν από την αστυνομία για παρακώλυση έργου) Επιπλέον, οι εκτελέσεις τους σε πρώιμα τραγούδια τους στο BBC είχαν ήδη αρχίσει να τυπώνονται σε ανεπίσημους bootleg δίσκους και να κυκλοφορούν στο περιορισμένο αρχικά κύκλώμα της αγοράς του Λονδίνου, κάνοντας τον manager τους Nil Stevenson να συζητάει σοβαρά με τον παραγωγό του John Peel, τον John Waters στο BBC το ενδεχόμενο να κυκλοφορήσουν επίσημα αυτές τις ηχογραφήσεις για να σώσουν ό,τι μπορούν από τα διαφυγόντα κέρδη τους από την παράνομη αγορά. Οι Banshees ήταν ήδη ένας μύθος πριν καν φτάσουν στην τελική σύνθεση των μελών τους, αυτή που έπαιξε στο ντεμπούτο album τους και είχαν απασχολήσει τις βασικές μουσικές εφημερίδες (New Musical Express, Melody Maker και Sounds) αλλά και τα ποικιλώνυμα fanzines της punk εποχής. Είχαν ψηφιστεί ως η καλύτερη μπάντα χωρίς συμβόλαιο στο περιοδικό Zig Zag, η Siouxsie έκανε το πρώτο εξώφυλλό της στο Sounds το Δεκέμβρη του 1977 ως Η Πριγκίπισσα των Πάγων της Νέας Ψυχρής Μουσικής Γενιάς.

Siouxsie: Ice Queen Στο εξώφυλλο του Sounds (Δεκέμβρης 1977)
Είναι καταπληκτική αυτή η αντίθεση: το ακροατήριο στις ασφυκτικά γεμάτες συναυλίες τους ήταν αντιστρόφως ανάλογο της επιφυλακτικότητας των δισκογραφικών εταιριών να τους υπογράψουν. Με ένα μπαράζ κοντόφθαλμης ανικανότητας, οι άνθρωποι των δισκογραφικών εταιριών επίδειξαν την αμηχανία τους απέναντι στην καινούργια σκηνή και τον ελαττωματικό συντηρητισμό τους. Οι Banshees ήταν απαιτητικοί και μπέρδευαν τους A&R των εταιριών: φαίνονταν και φέρονταν ως punks αλλά η μουσική και οι δηλώσεις τους ήταν όσο αντι-punk μπορούσαν να είναι. Αρχικά η Anchor, η εταιρία που είχε υπογράψει τους Adverts, τους απέρριψε επειδή όπως είπαν οι άνθρωποι της εταιρίας, «οι Banshees δεν είναι αρκετά rock ‘n’ roll». Μετά, ο John Darnley της EMI ήταν έτοιμος να τους υπογράψει όταν τον φρέναραν άνωθεν στελέχη επειδή «είχαν δεύτερες σκέψεις» Είπαν ότι θα τους υπέγραφαν αν μπορούσε η εταιρία να έχει τον έλεγχο των στίχων… Η RCA απέρριψε επίσης τους Banshees επειδή όπως είπε «δεν ήταν συμβατοί με τους υπόλοιπους καλλιτέχνες της εταιρίας». Σημειωτέον, προτίμησαν να υπογράψουν τους goth punks Gloria Mundi που την ίδια εποχή πάσχιζαν να γεμίσουν μια συναυλία στο Vortex Club (με προσέλευση είκοσι ατόμων) ενώ οι Banshees γέμιζαν το Greyhound στο Croydon με πάνω από 900 ανθρώπους… H Chrysalis τους απέρριψε με τη σειρά της και κατά πώς τους είπε ο A&R Chris Briggs «ξέρουμε ότι θα πουλήσετε πολλούς δίσκους αλλά δεν αρέσετε σε κανέναν εδώ». O Dave Dee της Atlantic τούς απέρριψε επειδή όπως είπε «το punk έχει τελειώσει». Όπως είπε ο Nils Stevenson, στον Pete Silverton του Sounds, «Ο Dave Dee δεν ήξερε καν ότι το punk έχει ξεκινήσει. Αυτός είχε απορρίψει τους Sex Pistols.» H Arista δεν μπήκε καν στον κόπο να πάει σε συναυλία της μπάντας γιατί δεν της άρεσε το όνομα Banshees και η Decca τους πρότεινε ένα εξευτελιστικό συμβόλαιο, με μόλις 5% μερίδιο από τα έσοδα και 2000 λίρες προκαταβολή. Κάποιοι διοργανωτές συναυλιών όπως ο Harvey Goldsmith στο Lyceum έφτασαν στο σημείο να πουν στον manager των Banshees ότι «η στάση των Banshees είναι παλιομοδίτικη. Περσινά νέα. Αυτού του είδους η ασυμβίβαστη στάση πέθανε όταν διαλύθηκαν οι Sex Pistols.» Και ο Paul Lowesby, συνεργάτης τού Harvey Goldsmith, είπε ότι οι Banshees «δεν έχουν κανένα κύρος.» Όπως είχε γράψει τότε ο συντάκτης του Sounds, στον επίλογο του άρθρου του για τους Banshees απευθυνόμενους στους A&R των εταιριών, αναρωτήθηκε «μήπως τα αυτιά σας είναι βουλωμένα ή κάτι τέτοιο; Γιατί δεν πάτε να υπογράψετε τους Banshees για να μπορούμε και μεις να ακούμε κάτι διαφορετικό από bootleg κασέτες με ηχογραφήσεις που έκανε η Siouxsie με τα παιδιά στην εκπομπή του John Peel;»

Siouxsie στο εξώφυλλο του New Musical Express (1978)
Οι ίδιοι οι Banshees μιλώντας στον Kris Needs του Zig Zag τον Ιούλιο του 1978 πρόσθεσαν επιπλέον και την Virgin στις εταιρίες που τους απέρριψαν κατηγορώντας την ότι ήταν τόσο αδιάφορη όσο και οι υπόλοιπες εταιρίες. «Η Virgin θέλει μόνο μπάντες σαν τους XTC και τους Magazine που είναι σαν ένα βολικό συνολικό πακέτο για αυτούς,» είπε η Siouxsie. «Είναι σίγουρο ποντάρισμα αυτές οι μπάντες. Προφανώς avant garde αλλά ωστόσο ασφαλείς επιλογές.» O drummer τους Kenny Morris, στην ίδια συνέντευξη είπε «Κάποιοι μας λένε συχνά πράγματα όπως «Πώς και είχατε όλη αυτή την ταλαιπωρία ενώ μπάντες σαν τους Devo, δεν την είχαν;» Οι Devo είναι ένα τόσο βολικό πακέτο. Τα έχουν όλα εκεί, μία εκκεντρικότητα που δεν είναι εκκεντρικότητα. Είναι τόσο απόλυτα βολικοί.» Και ο Steven Severin μιλώντας στον Ian Birch του Melody Maker τον Οκτώβριο του 1978, είπε «Για πολύ καιρό, νομίζω αυτός ήταν ο λόγος που δεν μας πρόσφεραν συμβόλαιο. Δεν ήμασταν ούτε έτσι ούτε αλλιώς. Δεν ήμασταν ούτε αλλόκωτοι, ούτε σαν τους Sham 69.» Και η Siouxsie ξανά δεν έχασε ευκαιρία να κατηγορήσει τη νοοτροπία της Virgin για την στερεοτυπική new wave ταυτότητα: «Η Virgin βιάστηκε να υπογράψει πολλές μπάντες που παρίσταναν τους αλλόκωτους και επίσης μπάντες που όπως οι Jam και οι Sham 69 -πραγματικές rock ‘n’ roll μπάντες- επειδή μπορούσε να τις λανσάρει στην αγορά πολύ εύκολα. Μπορούν πάντα να πουλήσουν κάτι αν διαρκέσει κανά χρόνο ή δύο γιατί είναι πολύ άμεσο και δεν χρειάζεται να σκεφτούν περισσότερο για αυτό.»

Siouxsie & The Banshees το 1978. Από αριστερά: Steve Severin, Siouxsie Sioux, John McKay, Kenny Morris
Στις 9 Ιουνίου του 1978 μετά από ενάμισυ χρόνο δραστηριότητας της μπάντας χωρίς δισκογραφικό συμβόλαιο, επιτέλους, η Polydor υπέγραψε τους Banshees με τη μπάντα να εξασφαλίζει πλήρη καλλιτεχνικό έλεγχο πάνω στο υλικό της αλλά και στο marketing της εταιρίας, τις διαφημίσεις, τις επιλογές των τραγουδιών κ.λπ. Όπως δήλωσε ο George McManus, διευθυντής marketing της εταιρίας, για το βιβλίο «Siouxsie & The Banshees: The Authorised Biography» του 2003: «Θυμάμαι που να πηγαίνω στη δουλειά και να βλέπω στους τοίχους γραμμένο με spray, «Υπογράψτε τους Banshees«. (Το είχε γράψει ο φανατικός τότε fan της μπάντας, Les Mills που αργότερα έγινε manager των Psychedelic Furs). Ήξερα ότι κάποιος θα έπρεπε να το κάνει και ήταν ο διευθυντής του A&R, Alan Black που πάλευε μόνος του. Νομίζω ότι η φράση στον τοίχο βοήθησε αρκετά αλλά όταν ακούσαμε το «Hong Kong Garden» τρελαθήκαμε όλοι. Ήταν σπουδαίος δίσκος. Η μπάντα είχε σημαντικές αξίες -Κανένας Μουσικός Συμβιβασμός. Είχαν μια γνήσια αυτοπεποίθηση. Γινόταν επανάσταση στη δισκογραφική βιομηχανία με ένα καινούργιο κόσμο να ανατέλλει και συνειδητοποιήσαμε ότι δεν υπήρχε νόημα στο να πούμε εμείς σε μια μπάντα που ξέρει ακριβώς τι είναι, τι να κάνει.» To «Hong Kong Garden» με b side το «Voices (On The Air)» κυκλοφόρησε στις 18 Αυγούστου 1978 και ανέβηκε στο Νο.07 του βρετανικού chart αποσπώντας δικαιωματικά διθυραμβικές κριτικές, αφού η παραγωγή του Steve Lillywhite (τον είχε προσκαλέσει ο Nils Stevenson όταν τον είχε δει να κάνει ηχοληψία στο δίσκο του Johnny Thunders) φαινόταν να αναδεικνύει το συγκριτικό πλεονέκτημα του συγκροτήματος σε αντίθεση με την πρώτη απόπειρα παραγωγής του single από τον Bruce Albertine έναν παραγωγό και ηχολήπτη που είχε κάνει μόλις την ηχοληψία στο album των J.B.’s του James Brown, «Mutha’s Nature» του 1977, ένας αμερικανός άνθρωπος του στούντιο που τους είχε συστήσει η εταιρία και ήταν μια καταστροφή. Στη δεύτερη πλευρά του single ωστόσο, η μπάντα διατήρησε την παραγωγή του Bruce Albertine ως είχε.

The Modern Lovers «The Modern Lovers» (1976, Home Of The Hits)
To «Roadrunner» των Modern Lovers:

Velvet Underground «White Light White Heat» (1968, Verve)
Το «White Light White Heat» των Velvet Underground:
Στις 13 Νοεμβρίου 1978 κυκλοφόρησε το ντεμπούτο album τους «The Scream» και πριν καν βγει στην αγορά θεωρήθηκε ένα ορόσημο του post punk. Έφτασε ως το Νο.12 του βρετανικού chart και η μπάντα, η Siouxsie Sioux (Janet Susan Ballion) στα φωνητικά, o Steven Severin (Steven John Bailey) στο μπάσο, ο John McKay στην κιθάρα και ο Jenny Morris στα τύμπανα έγιναν οι ήρωες μια παράξενης αντι-punk λίγκας που άνοιγε το δρόμο για το goth rock και πιο σκοτεινά μονοπάτια. Το album ηχογραφήθηκε σε παραγωγή του Steve Lillywhite μέσα σε μια εβδομάδα και η μίξη του διήρκεσε άλλες επτά και η ίδια η Siouxsie περιέγραψε τη μουσική στο δίσκο, «ψυχρή, μηχανιστική αλλά και παθιασμένη ταυτόχρονα.» Στη βιογραφία της μπάντας, η Siouxsie είπε για την ηχογράφηση του «Scream«: «Είχα αποκτήσει πολύ περισσότερη αυτοπεποίθηση όταν τραγουδούσα στο studio αλλά ακόμα δεν είχα βρει το μοχλό του ελέγχου όλης αυτής της ενέργειας και της έντασης μέσα μου που ήθελα να βγάλω. Παρέμενα ακόμα πολύ ακατέργαστη αλλά το σημαντικότερο ήταν ότι το τραγούδι ήταν εξορκισμός για μένα. Ο Steve Lillywhite ήταν πολύ ενθαρρυντικός. Οι περισσότεροι έλεγαν «Δεν είναι τραγούδι αυτό, είναι απλά ένας φρικαλέος θόρυβος.» Ο Steve Severin στην ίδια βιογραφία μίλησε για το πώς δημιουργήθηκαν οι συνθήκες της ηχογράφησης, για το πώς χτίστηκε η ατμόσφαιρα: «Μπήκα στο RAK studio τη μέρα που αρχίσαμε να δουλεύουμε το «Scream» και υπήρχαν ντουζίνες μαγνητοταινιών στιβαγμένες στην κονσόλα. Ήταν ηχογραφήσεις των Yes που ίσως θα κατέληγαν να γεμίσουν ένα τετραπλό album. Αυτό για το οποίο μετάνιωσα περισσότερο είναι ότι δεν είχα την επιφοίτηση να τις απομαγνητίσω και να σβήσω τα πάντα. Θα είχα γλυτώσει τον κόσμο από πάρα πολλές οδύνες. Η Siouxsie είχε φέρει μαζί της το πρώτο album του Jonathan Richman και των Modern Lovers και είπε στον Lillywhite «Κάνε τα tom toms να ακούγονται έτσι.» Επειδή δεν ήμασταν εκπαιδευμένοι μουσικοί το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε είναι να χρησιμοποιούμε δίσκους που μας αρέσουν, ως σημεία αναφοράς. Έφερε και το «White Light White Heat» των Velvet Underground επίσης και είπαμε ότι θέλουμε αυτόν τον ήχο στην κιθάρα. Ο Steve Lillywhite είχε τις αναφορές του για να δουλέψει με αυτές, αλλά για μένα δεν ήταν αρκετά ριζοσπαστικός. Ήταν κάπως εμπορικός και αυτό ήταν ανάθεμα για μας.» O Kenny Morris συμπληρώνει: «Ο Lillywhite ήταν νεαρός, ενθουσιώδης και πάντα χαμογελαστός. Όταν καθόταν στην κονσόλα έμοιαζε με disc jockey, κουνιόταν και χόρευε, ελέγχοντας τα πάντα. Ο John McKay και γω το εκτιμούσαμε αυτό. Τον εμπιστευόμασταν.» Τον Οκτώβριο του 1978 η Siouxsie είπε στον Ian Birch του Melody Maker: «Δεν μπορώ να πω ότι κάθε τραγούδι που κάνουμε είναι απαραίτητα μια εξέλιξη… Ο βασικός σύνδεσμος ανάμεσα στα τραγούδια έχει να κάνει με το ότι είναι διαφορετικά μεταξύ τους αλλά εξαιρετικά δυναμικά – είτε είναι ελαφρώς αργά επίτηδες για να δείξουν την ελεγχόμενη δύναμη είτε είναι ανεξέλεγκτα για να δείξουν ότι μπορούμε απλά να νιώσουμε πράγματα, περισσότερα από οποιονδήποτε άλλον. Δεν υπάρχει ούτε ένα τραγούδι στο album που πιστεύουμε, ότι το βάλαμε για να καλύψουμε ένα κενό. Είναι όλα δυναμικά και… σπουδαία. Και δεν το λέω αυτό με εγωιστικό μανιακό τρόπο.»

Steve Lillywhite: ο παραγωγός
Ο Severin μίλησε στη βιογραφία τους για το εκτελεστικό επίπεδο της μπάντας την περίοδο της ηχογράφησης του «Scream«: «Μπορούσαμε πλέον να παίζουμε τα όργανα κάτι που βοηθούσε. Είναι εκπληκτικό πόσο γρήγορα εξοικειωθήκαμε με την διαδικασία της σύνθεσης τραγουδιών και της ηχογράφησης. Θυμάμαι πολύ ζωντανά που έπαιζα μπάσο μια μέρα και σκεφτόμουνα «Είναι τόσο εύκολο. Δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για κανέναν να γράψει ένα κακό τραγούδι.» Τόσο απλό μου φαινόταν. Όταν μεγάλωνα είχα μάθει ότι αν θες να είσαι σε ένα συγκρότημα έπρεπε να περνάς χρόνια, αντιγράφοντας τον Eric Clapton. Ήταν ανακούφιση να συνειδητοποιείς ότι όλο αυτό ήταν ψέμα. Δεν ξέρω αν η μουσική που κάναμε ήταν απαραίτητα πιο σοφιστικέ από αυτήν των υπόλοιπων συγχρόνων μας, σίγουρα όμως είχαμε πιο σοφιστικέ γούστα. Bowie, Roxy Music, Marc Bolan, Velvets, Captain Beefheart και Frank Zappa είχαν επιδράσει πάνω μας, αν και δεν είχαμε κανένα σχέδιο να γράψουμε αποφασισμένοι πιο σοφιστικέ τραγούδια. Μπορεί ακόμα να πασχίζαμε να παίξουμε τα όργανα, ωστόσο επεκτείναμε τη φαντασία μας. Σκεφτόμασταν περισσότερο τις ενορχηστρώσεις και τους ρυθμούς απότι οι άλλες μπάντες, απλά επειδή δε θέλαμε να φτιάξουμε κοινότοπα τραγούδια. Μας πήρε αιώνες να αποφασίσουμε την σειρά των τραγουδιών στις δύο πλευρές του album, από το χαρακτηριστικό ουρλιαχτό του «Pure» στην εκδοχή περί της Manson Family του «Helter Skelter» και στη δεύτερη πλευρά ξεκινώντας με το ακουστικό «Mirage» και καταλήγοντας με το «Switch«, ένα σημάδι για το πού κατευθυνόμαστε. Από την αρχή προσπαθήσαμε να είμαστε διαχρονικοί. Κανένα από τα τραγούδια δεν μιλούσε για επίκαιρα θέματα. Αυτό ήταν εσκεμμένο, αφού το θεωρούσα ως το λόγο απαρακμής πάρα πολλών αποκαλούμενων punk σχημάτων. Όταν ακούω το «Scream» ακούω μια μπάντα που πασχίζει να παίξει τα τραγούδια που είχαν προέλθει από τις φαντασίες μας και αυτή η ένταση είναι μια από τις μεγάλες δυνάμεις αυτού του δίσκου. Επίσης στο album μπήκε πάρα πολλή παραγωγή – είναι η μίξη του ακατέργαστου και του σοφιστικέ που του δίνει ισχύ. Είναι ένα τέλειο στιγμιότυπο τού πού βρισκόμασταν εκείνη την εποχή και όταν το κοιτάς προς τα πίσω, το ότι περιμέναμε τόσο πολύ για να φτιάξουμε το δίσκο ήταν απόλυτη ευλογία.»
Η Siouxsie αναφέρεται στον τίτλο και κατ’ επέκταση στο εξώφυλλο του album: «Όλοι νόμιζαν ότι ο τίτλος του album είναι εμπνευσμένος από τον πίνακα του (Νορβηγού εξπρεσιονιστή ζωγράφου του 1893) Edvard Munch αλλά είχε προέλθει από μια ταινία με τον Burt Lancaster που είχα δει με τίτλο «The Swimmer» του 1968, σχετικά με έναν τύπο που κολυμπάει διαπερνώντας όλη την Αμερική, μέσα από τις πισίνες των σπιτιών. Έχει αυτή την υπέροχη τελική σκηνή στην οποία είναι εντελώς εξαντλημένος και κολυμπάει μέσα σε μια πισίνα γεμάτη παιδιά που πηδάνε γύρω του. Ήταν το τελευταίο μέρος ενός τεράστιου ταξιδιού και μια γιρτή κατά κάποιο τρόπο αλλά μια γιορτή μέσα σε μια κακοφωνία θορύβου και δραστηριότητας, υπερκόπωσης και σχεδόν πνιγμού. Αυτό ήταν το πνεύμα που ήθελα να έχει το album.» Πάλι από τη συνέντευξη των Banshees στον Ian Birch του Melody Maker τον Οκτώβριο του 1978, η Siouxsie είπε: «Η λέξη «Scream» μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κάθε τραγούδι του album με διαφορετικούς τρόπους. Οι άνθρωποι έχουν διαφορετικούς τρόπους για να ουρλιάζουν για βοήθεια. Απλά τους συνοψίζουμε.» Και ο John McKay επιβεβαίωσε στην ίδια συνέντευξη ότι «το «Scream» ήταν πάρα πολύ πάθος που ασφυκτιούσε και βγήκε έξω.» Ο Steve Severin στη βιογραφία τους ήταν ξεκάθαρος για τις προθέσεις της μπάντας σχετικά με το εξώφυλλο του album: «Το album είχε εσκεμμένα ένα εντελώς αντι-punk εξώφυλλο. Δεν είχαμε καμία διάθεση να χρησιμοποιήσουμε αυτά τα τυπογραφικά που χρησιμοποιούν οι επιστολές των εκβιαστών, αυτά που χρησιμοποίησαν οι Sex Pistols στο εξώφυλλό τους. Θέλαμε κάτι καθαρό και λιτό που ταίριαζε με την εικόνα της μπάντας. Εκείνη την εποχή φορούσαμε όλοι μαύρα. Η Siouxsie ίσως να φορούσε πού και πού καμία πινελιά λευκού ή γαλάζιου αλλά μέχρι εκεί. Κανένα άλλο χρώμα δεν επιτρεπόταν. Μου άρεσε όλη αυτή η κατάσταση σαν τους beats που φορούσαν μαύρα. Ήταν ο τρόπος που ντύνονταν οι Velvets και πάντα πίστευα ότι φαίνονται φοβεροί. Είναι πολύ συνθισμένη εικόνα σήμερα αλλά τότε ήταν ασυνήθιστη και μας διαχώριζε από όλους τους άλλους. Αν νιώθαμε ως η απόλυτα εμβληματική rock μπάντα; Ναι εντελώς. Όταν κοιτάζω σήμερα εκείνες τις φωτογραφίες, μου φαίνονται εμβληματικές. Βρήκαμε το στιλ μας πολύ γρήγορα. Η δυσκολία ήταν στο πώς να συνεχίσουμε αυτή την πρώτη επιτυχία και να δουλέψουμε την προσέγγιση του δεύτερου album αφού είχαμε περάσει δύο χρόνια δουλεύοντας το πρώτο.»

Siouxsie στο εξώφυλλο του Zig Zag (Ιούλιος 1978)
Ο Τύπος λάτρεψε το ντεμπούτο album των Banshees κι επινόησε διάφορους ευφάνταστους τρόπους να περιγράψει το θαυμασμό του. Ο καταπληκτικός John Savage του Sounds έγραψε τον Ιούνιο του 1978, πριν καν κυκλοφορήσει το album τους: «Μαζί με μερικούς άλλους, οι Banshees απορρίπτουν τις κυρίαρχες τάσεις της απάθειας ή της μονοδιάστατης «πραγματικότητας» που απλοποιείται για την καταναλωτική σου απόλαυση, ενώ ταυτόχρονα κάνουν και μια επιδιόρθωση στην νοσηρή κατάβασή μας στην παρακμή. Προσπαθώντας να χτίσουν μέσα από την σήψη, να ανοίξουν τα μυαλά των ανθρώπων… ακόμα προσπαθούν. Πλησιάζοντας περισσότερο από ποτέ να το καταφέρουν. Δε στο κοπανάνε στο κεφάλι ούτε το απλοποιούν για να το επαναλάβουν σαν παπαγάλοι: ίσως εσείς πρέπει να το δουλέψετε μόνοι σας. Η μουσική των Banshees είναι δομημένη, ακριβής, πάντα στοχεύει σε κάτι που είναι πέρα από τις δυνατότητές της. Αν και το πολύ ελεγχόμενο, το πλούσιο αίσθημα, καταπιεσμένο, ξεσπά ακόμα δυνατότερα για να φτάσει το δικό τους και το δικό σου κέντρο. Δεν είναι το τι κάνουν, είναι το ποιοι είναι. Αποφεύγουν το λάθος που τόσοι άλλοι κάνουν, να εξισώσουν την ελευθερία με το κανάκεμα του εαυτού τους: συχνά μπορεί να επιτευχθεί μέσα από την πειθαρχία.» Ο Chris Westwood του Record Mirror έγραψε τον Δεκέμβριο του 1978 ότι «έχουν ηχογραφήσει έναν σπουδαίο, σπουδαίο δίσκο, τόσο σημαντικό όσο δύσκολα θα βρεθεί άλλος μέσα από το Κύμα: μουσικά έχουν εξελιχθεί σε μία ώριμη, ανίκητη δύναμη. Ο ήχος των Banshees: μια μαζική, κραυγαστική, απεγνωσμένη σύγκρουση, όπου μια απλή αλλαγή ακόρντου μπορεί να διαλύσει, να συνθλίψει. Τόση είναι η ένταση. Ο Kenny Morris παίζει τύμπανα σαν ενθουσιώδης πειραματιστής, χρησιμοποιώντας ουσιαστικά την drums. Νομίζω θαυμάζει την Palmolive (των Slits). Το μπάσο του Severin είναι μια συγκρατημένη, ύπουλη αναγκαιότητα και ο John McKay έχει καταφέρει κάτι εντελώς μοναδικό με την κιθάρα του… μια καινούργια, «γνήσια» ταυτότητα. Η φωνή της Siouxsie παρουσιάζει πού και πού κάποιες πινελιές από την Nico και είναι άβολα λειτουργική, μία από τις πραγματικά αυθεντικές και ουσιαστικές κοριτσίστικες ερμηνεύτριες της δεκαετίας. Η επιθετική ένταση της φωνής της ίσως απωθήσει κάποιους όσους ίσως γοητεύσει αλλά εμείς, εμείς ξέρουμε.» Και ο Paul Morley τον Δεκέμβριο του 1978 στο NME έγραφε ότι «Τα οικοσυστήματα που κατακεραυνώνουν κι εξετάζουν είναι εκείνα του καθιστικού στο σπίτι και του μυαλού – το ίδιο πράγμα: περιορισμός. Η μουσική καθρεφτίζει αυτό το ιδιωτικό, κλινικό οικοσύστημα, τις εντάσεις και τις ευφορικές στιγμές της καθημερινής ζωής. Υπάρχει ένα διαστροφικό πάθος αλλά όχι συμπόνοια και αυτό είναι ανησυχητικό: τα κομμάτια του δίσκου φαίνονται σχεδόν ως η ησυχία πριν την καταιγίδα – η οποία μπορεί κανείς να πει ότι είναι το τελευταίο τραγούδι του album, το «Switch«, όπου ακόμα και μια νοητική κατάρρευση παρουσιάζεται με απαθή αφήγηση, με τη φωνή της Siouxsie να παρωδεί αηδιαστικά και προσβλητικά, την διανοητική κατάρρευση. Το συγκρότημα γνωρίζει τη ματαιότητα των περισσότερων μέσων «ανακούφισης» από την πλήξη, τα οποία αποτυχαίνουν να προσδώσουν ξανά ζωή στον άνθρωπο -τα βαθύτερα αισθήματά του, τη φαντασία του- σαν μια χορταστική τροφή χωρίς καμία διατροφική αξία. Ο άνθρωπος συνεχίζει να νιώθει άδειος και ασυγκίνητος σε ένα βαθύτερο επίπεδο, αναισθητοποιώντας αυτό το δυσάρεστο συναίσθημα με στιγμιαίες απολαύσεις: «εξάψεις», «διασκέδαση», «αλκοόλ» και «sex». Η πλήξη παραμένει: μία πλήξη που μπορεί να ξεσπάσει σε βία, επιθετικότητα, αυτοκτονία, κατάρρευση, διαστροφή. Αυτό απεικονίζουν οι Banshees αντλώντας από τον τρόπο που οι ίδιοι μεγάλωσαν, αδιάφορα «άνετα» και μεσοαστικά.» Ακόμα και ο Kurt Loder στην κριτική του για αμερικανικό Rolling Stone τον Οκτώβριο του 1979, έγραψε «Στο λιτό αλλά εντυπωσιακό ντεμπούτο album τους, οι Άγγλοι Siouxsie & The Banshees μπλέκουν επιδέξια το θανατερό κροτάλισμα της κιθάρας και τα εκκωφαντικά τύμπανα των καλύτερων post punk σχημάτων με τα απογειωμένα φωνητικά και τα τρεμάμενα δυναμικά ακκόρντα των συχνά υποτιμημένων πρώιμων Jefferson Airplane. Ανάμεσα στις πολυάριθμες θετικές κριτικές, το Νοέμβριο του 1978, το «Scream» δέχτηκε μια οξύτατη επίθεση από την Julie Burchill και το NME. Η διάσημη «σκύλα» της δημοσιογραφίας επιτέθηκε και σε προσωπικό επίπεδο στην Siouxsie κατηγορώντας την για κλώνο του Bowie, για φλερτ με το φασισμό, για υποκρισία στο στιλ της μόνο και μόνο για να σοκάρει. Ουσιαστικά, η Burchill δεν αναφέρεται σχεδόν καθόλου στη μουσική του «Scream». Τον επόμενο μήνα, η συνέντευξη του Paul Morley στην Siouxsie για την ίδια εφημερίδα, το NME είχε τον τίτλο «Προς υπεράσπιση των Siouxsie & The Banshees».

Siouxsie & The Banshees το 1978
Και ο Simon Reynolds στο «Rip It Up And Start Again«, τη βίβλο του post punk 1979 – 1984 περιγράφει τους Siouxsie & The Banshees ως αρχετυπικούς goth rockers: «Η μητέρα σαράντα χιλιάδων gothettes, η Siouxsie αποκρυστάλλωσε το πνεύμα του κινήματος όταν διακήρυξε την πρόθεσή της να γίνει «ένα αγκάθι στο πλευρό της μετριότητας«. Στις αρχές τους ωστόσο οι Banshees ήταν υποδειγματικοί μπροστάρηδες του post punk, αναβλύζοντας τη ρητορική του «το rock πέθανε» εκείνης της εποχής. Ο μπασίστας Steve Severin συνιδρυτής των Banshees έβλεπε το rock ως «αναιμικό και διεθαρμένο» και σε συνεντεύξεις του ανέφερε παρόμοιες επιρροές -Velvets, Roxy, Can, Beefheart- όπως και οι σύγχρονοί τους. Ο ήχος των Banshees σχηματίστηκε μέσω μιας διαδικασίας αφαίρεσης και απόρριψης. «‘Ηταν επειδή ξέραμε τι δεν θέλαμε, πετώντας έξω κάθε κλισέ,» είπε ο Severin. «Ποτέ ένα κιθαριστικό solo, ποτέ τελείωμα τραγουδιού με δυνατά θραυστικά τύμπανα. Σε κάποια φάση, η Siouxsie απλά απομάκρυνε τα πιατίνια από την drums του Kenny Morris. Το αποτέλεσμα αποτυπώθηκε στο ντεμπούτο album τους «Scream» αυστηρό και αιχμηρό, μία τιμωρία του rock: μία καινούργια, βάρβαρη γεωμετρία που δημιουργήθηκε μέσα στην φόρμα «κιθάρα – μπάσο – τύμπανα» αλλά και ενάντια σε αυτήν. H Siouxsie ήθελε έναν κιθαριστικό ήχο «σαν μία τομή των Velvet Underground και την σκηνής στο μπάνιο του «Psycho«, λέει ο Severin.»

Siouxsie & The Banshees «The Scream» (Νοέμβριος 1978, Polydor)
Το «Overground» των Siouxsie & The Banshees:
Πρέπει να ξεφύγω από τη ζωή σ’ αυτή την κόλαση
Πρέπει να ανεβώ εκεί που ο αέρας είναι πνιγηρός
Και να ζήσω μια ζωή με χαρές
Να αναμειχθώ με τις μοντέρνες οικογένειες.
Πάνω από τη γη – μακριά από την ανωμαλία
Πάνω από τη γη – σε μια ταυτότητα
Πάνω από τη γη – στην κανονικότητα
Πάνω από τη γη – σε μια ταυτότητα
Αυτή η εκκρεμότητα δεν είναι χώρος
Να είσαι ένα ψηφίο σε ένα άλλο σύμπαν
Σε ένα άλλο πλήθος
Είσαι καταδικασμένος στην ανωνυμία
Πάνω από τη γη – μακριά από την ανωμαλία
Πάνω από τη γη – σε μια ταυτότητα
Πάνω από τη γη – στην κανονικότητα
Πάνω από τη γη – σε μια ταυτότητα
Πάνω από τη γη – θα ‘μαι χειρότερος από τον εαυτό μου
Πάνω από τη γη – είναι ξεκάθαρο
Θα ‘μαι χειρότερος από τον εαυτό μου
Το «Overground» είναι ένα αριστούργημα των Banshees. Αρχικά μάλιστα υπήρχε η σκέψη να γίνει αυτό το πρώτο single τους, αλλά επιλέχθηκε το «Hong Kong Garden» ως πολύ πιο εθιστικό. Διαθέτει αυτό το ρυθμικό μοτίβο που μοιάζει με κοπιαστική ανάβαση, σαν διψασμένος που σκαρφαλώνει σε κακοτράχαλα μέρη για να πιει νερό σε μια πηγή. Η κλιμάκωση του τραγουδιού δεν κορυφώνεται ποτέ, επιστρέφει συνέχεια στην αφετηρία για να ξεκινήσει ξανά την ανάβαση και αυτή η κυκλωτική διάσταση ίσως, το κάνει να ακούγεται τόσο συμβολικό και γοητευτικό. Ένα πικρό τραγούδι, συνειδητοποιημένο στους στόχους του, δεν τρέφει καμία αυταπάτη περί underground και mainstream αποδοχής, αφού φαίνεται να γνωρίζει ότι είναι και οι δύο κόσμοι γεμάτοι προβλήματα και αδιέξοδα. Στο «Overground» οι επιλογές που τραγουδάει η Siouxsie δεν είναι δελεαστικές, καμία από τις δύο -είτε underground, είτε «πάνω από τη γη». Θέλει να ξεφύγει από το περιθώριο του υπόγειου κόσμου αλλά από την άλλη γνωρίζει ότι ο υπέργειος κόσμος που έχει μια ταυτότητα, ανασαίνει ασφυκτικό αέρα. Ο δρόμος από την ανωμαλία στην ομαλότητα δεν διαθέτει ουσιαστικά δελεαστικά κίνητρα. Όπως δήλωσε ο Severin στον Ian Birch του Melody Maker, τον Οκτώβριο του 1978, «Το «Overground» έχει να κάνει με την επιλογή. Μπορείς να πας με τον τρόπο που είναι τα πράγματα ή… Είναι πολύ προσωπικό τραγούδι για την μπάντα σε ένα επίπεδο. Όλη αυτή η υπόθεση με τους ασυμβίβαστους Banshees. Λέει ότι μπορούμε να αλλάξουμε, να ανεβούμε πάνω από τη γη αλλά ταυτόχρονα ξέρουμε ότι θα είμαστε χειρότεροι από τους εαυτούς μας. Στο τέλος του τραγουδιού, την ώρα που αποκλιμακώνεται το τραγούδι, το μπάσο ξαναξεκινάει σαν να αρχίζει ξανά όλο το τραγούδι. Είναι η ιδέα του fade in και του fade out έτσι ώστε να συνεχίζεται το τραγούδι για πάντα. Είναι σαν να κάθεσαι και να σκέφτεσαι «βρίσκομαι σε λούπα». Λες αυτά τα πρώτα λόγια και μοιάζουν με τη διαδικασία της σκέψης – μία σκέψη πάνω στη σκέψη.» To «Overground» είναι ένα τραγούδι που συνοψίζει την κούραση και την απογοήτευση μιας μπάντας που περίμενε ενάμισυ χρόνο για να υπογράψει ένα δισκογραφικό συμβόλαιο παρότι γνώριζε ότι ένα συμβόλαιο δεν θα κάνει ρόδινη την πορεία της μέσα στο χρόνο. Όπως είπε ο Kenny Morris στον Kris Needs τον Ιούλιο του 1978 στο περιοδικό Zig Zag, «Θα είναι ακόμη μεγαλύτερη πρόκληση το ότι υπογράψαμε. Δεν είναι ένα στρώμα με ροδοπέταλα όπως ίσως θα νόμιζε κάποιος απ’ έξω. Εντελώς το αντίθετο, γιατί θα υπάρχουν περισσότερα προβλήματα, περισσότερες πιέσεις.» Στην ίδια συνέντευξη η Siouxsie, είπε: «Δεν καταλαβαίνω τις μπάντες που είναι ερωτευμένες με την ιδέα να παραμείνουν στο underground. Αν έχουν κάτι να προσφέρουν γιατί δεν το εμφανίζουν στην τηλεόραση ή στο ραδιόφωνο; Είναι κάπως σαν ερωτική σχέση του στιλ «αν παραμείνουμε στο underground θα έχουν κάποιο κύρος.» Αν εμείς πάμε στο Νο.1 του Top Of The Pops, θα είναι ένα σπουδαίο επίτευγμα. Είναι μια αρχή και αυτό για το οποίο πασχίζουμε.» Όταν ο Chris Westwood του Record Mirror στη συνέντευξη που πήρε από τους Banshees, τον Δεκέμβριο του 1978, είπε ότι το «Overground» είναι ένας παιάνας στην απόδραση από τις δυσκολίες του καταθλιπτικού αστικού περιθωρίου, ο Severin απάντησε ότι «Είναι κάτι πολύ περισσότερο από αυτό. Γράφτηκε σε μια εποχή που ήμασταν απεγνωσμένοι για ένα συμβόλαιο… και έχει να κάνει με το γιατί θέλαμε ένα δισκογραφικό συμβόλαιο με μεγάλη εταιρία.» Ο Chris Westwood απάντησε ότι αντιλαμβάνεται το τραγούδι ως δηλωτικό της απομόνωσης της μπάντας. Ο John McKay απάντησε ότι «Νιώθουμε συνέχεια απομόνωση και αυτός είναι ο λόγος που βρισκόμαστε ουσιαστικά σε αυτήν την μπάντα. Απομονωμένοι από την κοινωνία και την υπόλοιπη ανθρωπότητα. Πού και πού νιώθεις την ανάγκη να «ενωθείς» με τους άλλους, να γίνεις χειρότερος από τον εαυτό σου.» Το να ενώνεσαι σημαίνει να συμβιβάζεσαι και το να συμβιβάζεσαι σημαίνει να παραδέχεσαι την ήττα σου, ήταν η ανταπάντηση του δημοσιογράφου. Ο Severin συνέχισε την συζήτηση λέγοντας «Φτάνεις σε ένα σημείο που πρέπει να ενωθείς, είτε εσκεμμένα είτε ακούσια. Όπως οι νεαροί οργισμένοι των ’50s που διευθύνουν τώρα δισκογραφικές εταιρίες.» Και ο John McKay συνέχισε: «Από τη στιγμή που βρίσκεσαι στο περιθώριο, ποτέ δεν ενώνεσαι ολοκληρωτικά. Αν δεν το ένιωθα καθόλου… Αν παρίστανα ότι δεν μου αρέσει καθόλου το «Grease«, δεν θα βρισκόμουν σε αυτή την μπάντα, δεν θα μπορούσα να διατηρήσω την έντασή μου. Πάντα θα είμαι στο περιθώριο.»

Siouxsie And The Banshees – The Peel Sessions (The Second Session). Ηχογραφήθηκαν στο Studio Maida Vale 4 στις 6 Φεβρουαρίου 1978, μεταδόθηκαν στον αέρα του ραδιοφώνου του BBC στις 23 Φεβρουαρίου 1978 και κυκλοφόρησαν το 1989
Οι Banshees μεταβολίστηκαν σε μια καινούργια μπάντα από τις 7 Σεπτεμβρίου 1979, όταν ο κιθαρίστας John McKay και ο drummer Kenny Morris, απλά δεν εμφανίστηκαν στην σκηνή της συναυλίας των Banshees στο Aberdeen. Η Siouxsie έβγαλε όλη την απογοήτευσή της για τους δύο τους που εγκατέλειψαν την μπάντα στο «Drop Dead Celebration«, το b-side για το single «Happy House» του 1980 και δήλωσε στον Simon Goddard του Uncut ότι «αν ο John και ο Kenny δεν είχαν φύγει, δεν θα είχα γνωρίσει τον σύζυγό μου.» H Siouxsie είχε ήδη τερματίσει την ερωτική σχέση της με τον Steve Severin όταν προσέλαβαν τον drummer Peter Clarke ή Budgie, από τις Slits και σχεδόν αμέσως η Siouxsie και ο Budgie έγιναν ζευγάρι. Η έλευση του Budgie έφερε και τον John McGeoch από τους Magazine στο συγκρότημα, στη θέση του κιθαρίστα μέχρι το 1983 που το πρόβλημα του αλκοολισμού του McGeoch τον οδήγησε εκτός της μπάντας. Ο Robert Smith κάλυψε τη θέση του πρόσκαιρα – ακούγεται στη διασκευή τους στο «Dear Prudence» των Beatles και στη συνέχεια, οι Banshees, όταν τους εγκατέλειψε ο Robert Smith για να αφοσιωθεί στους Cure, το 1984 προσέλαβαν τον John Valentine Carruthers από τους Clock DVA που παρέμεινε μαζί τους για τρία χρόνια πριν αντικατασταθεί από τον Jon Klein το 1987.

Siouxsie & The Banshees «The Thorn EP» (Οκτώβριος 1984, Polydor)

Siouxsie & The Banshees «Overground / Placebo Effect» (1984, Polydor)
To «Overground (Orchestral)» των Siouxsie & The Banshees:
Τον Οκτώβριο του 1984 κυκλοφόρησε ένα ep με τίτλο «The Thorn» στο οποίο οι Banshees έπαιζαν τέσσερα τραγούδια τους με ορχηστρική παραγωγή και τονισμένα έγχορδα, σε παραγωγή Mike Hedges. Ένα από τα τραγούδια είναι και το «Overground» που αξιοποιείται ακόμη περισσότερο απότι στην εκτέλεση του «Scream«, με τα έγχορδα των Anne Stephenson, Bill McGee, Ginny Ball και Martin McCarrick να πρωταγωνιστούν και να δίνουν ακόμη μεγαλύτερη δραματική μεγαλοπρέπεια σε αυτήν την ατμόσφαιρα της αέναης ανάβασης που διέπει το τραγούδι. Στην επίσημη βιογραφία τους, δήλωσε ο Steve Severin: «Σκεφτήκαμε ότι το «Thorn EP» με επανεκτελέσεις παλιότερων τραγουδιών των Banshees θα ήταν ένα καλό λανσάρισμα του Carruthers. Ο Mike Hedges αποφάσισε να το ηχογραφήσουμε στην Βαυαρία όπου το μόνο μέρος για να φας ήταν ένα τοπικό ξενοδοχείο το οποίο σέρβιρε μόνο κρέας. Συμβιβαζόσουν και έτρωγες χοιρινό σουβλάκι.» Η Siouxsie επίσης ήταν θετική στην ιδέα του «Thorn EP«: «Πίστευα ότι θα ήταν υπέροχο να κάνουμε κάτι βασισμένο στα έγχορδα από τα να τα ηχογραφήσουμε την τελευταία στιγμή όπως κάναμε συνήθως. Τα έγχορδα ταίριαζαν στους Banshees. Πάντα μου άρεσε η ασύμβατη ένταση που νιώθεις με τα βιολιά στις ορχήστρες. Κι επιπλέον, χρησιμοποιώντας έγχορδα, έφευγε η έμφαση από τον John (Severin).»

Curve «Rare And Unreleased» (2010, Self Released)
Το «Overground» των Curve:
Οι Curve, δηλαδή η Toni Halliday και ο Dean Garcia ηχογράφησαν με το δικό τους τρόπο το «Overground» το 2000 αλλά το κυκλοφόρησαν μόλις το 2010 στο «Rare And Unreleased«. H Toni Halliday δεν είναι σίγουρα Siouxsie αλλά σίγουρα έχει επηρρεαστεί από αυτήν. Η Halliday ερμηνεύει το «Overground» χαμηλότονα και διακριτικά -με συναισθηματικές απώλειες στο δρόμο- και ο Garcia χτίζει ένα πανομοιότυπο με των Banshees ηχητικό σκηνικό στο υπόβαθρο. Δεν είναι ξεκάθαρο το γιατί επέλεξαν να το διασκευάσουν πέρα από το ότι τους αρέσει και δεν δικαιώνεται σίγουρα από το αποτέλεσμά τους αυτή η κίνηση.
★★★★★☆☆☆☆☆

Unwoman «Uncovered Volume 2.5»
Το «Overground» της Unwoman:
Η τσελίστρια και τραγουδοποιός Erica Mulkey από το San Francisco ονομάστηκε Unwoman από το χαρακτήρα που έπλασε η Margaret Atwood στο «Handmaid’s Tale» και από το 2001 έχει ηχογραφήσει δώδεκα albums ιδιοσυγκρασιακής avant pop με goth και πειραματικές τάσεις χωρίς να έχει βρει μια περίοπτη θέση στο προσκήνιο. Το 2013 κυκλοφόρησε ένα ψηφιακό ep με διασκευές συμπληρωματικές στο album «Lemniscate» (Uncovered Vol.2)» με διασκευές που είχε κυκλοφορήσει την ίδια χρονιά. Η απόδοσή της είναι πολύ σπινθηροβόλα και προσωπική, με πάθος και ένα προσωπικό drive στην ερμηνεία της που αναδεικνύει αρκούντως το classic της Siouxsie.
★★★★★★★☆☆☆
The Dust: Grain One: Richenel «L’ Esclave Endormi»
The Dust: Grain Two: David Sylvian «I Surrender»
The Dust: Grain Three: Supertramp «Hide In Your Shell»
The Dust: Grain Four: Crosby, Stills, Nas & Young «Helpless»
The Dust Grain Six: Tame Impala «New Person, Same Old Mistakes»
The Dust Grain Seven: Fad Gadget «Saturday Night Special»
The Dust Grain Eight: The Cyrkle «The Visit (She Loved Me)»
The Dust Grain Nine: Eurythmics «No Fear, No Hate, No Pain, No Broken Hearts»
The Dust Grain Ten: Beach House «Walk In The Park»
The Dust Grain Eleven: Maxwell «Ascension (Don’t Ever Wonder)»
The Dust Grain Twelve: Ultravox «Vienna»
depecher said
Το αίμα , νερό δεν γίνεται…..ο βιολογικός μου πατέρας, εσύ κι άλλος ένας….
Πάγος « All Gone said
[…] Πάνω Από Τη Γη […]
Ο αέρας που αφουγκράζεται « All Gone said
[…] The Dust Grain Fifteen: Siouxsie & The Banshees «Overground» […]
O Χειμώνας Σκοτώνει « All Gone said
[…] The Dust Grain Fifteen: Siouxsie & The Banshees «Overground» […]
Η Μοναξιά Θυμάται Όσα Η Ευτυχία Ξεχνά « All Gone said
[…] The Dust Grain Fourteen: Siouxsie & The Banshees «Overground» […]