Το «Private Life» είναι ένα υπνωτιστικό τείχος αμοράλ κυνισμού, μια σαρκαστική απαξία του δράματος ενός άντρα που διχάζεται ανάμεσα στη συζυγό του και την ερωμένη του. Πόσο μάλλον όταν η ισοπεδωτική αυτή απαξία έρχεται από τη μεριά της ίδιας της ερωμένης…

Pretenders: από αριστερά, Pete Farndon, Chrissie Hynde, James Honeyman Scott, Martin Chambers
Το ντεμπούτο album των Pretenders παραμένει ένα κλασικός δίσκος punk αυθορμητισμού και νεοκυματικής δεξιοτεχνίας στο στήσιμο των τραγουδιών, ένα από τα πιο λαμπερά albums που εγκαινίασαν την δεκαετία των 80s. Κυκλοφόρησε μόλις τον Ιανουάριο του 1980 και κέρδισε κοινό και κριτικούς και στις δύο όχθες του Ατλαντικού, αφού πρώτα οι Pretenders είχαν κυκλοφορήσει μέσα στο 1979 τρία singles, τη διασκευή τους στο «Stop Your Sobbing» των Kinks, σε παραγωγή Nick Lowe, με δεύτερη πλευρά, το «The Wait«, το «Kid» / «Tattooed Love Boys» και το «Brass In Pocket» το οποίο ανέβηκε στο Νο.1 του βρετανικού chart, με δεύτερη πλευρά το «Space Invader«.
H Chrissie Hynde που είχε φτάσει στο Λονδίνο το 1973, ουσιαστικά ως groupie, είχε κάνει δουλειές του ποδαριού, είχε γράψει στο ΝΜΕ ως συντάκτρια (ο πρώτος δίσκος που της δόθηκε για κριτική ήταν ένας του Neil Diamond…), είχε γίνει μέρος του φιάσκου των Moors Murderers μαζί με τον Steve Strange (ένα ανύπαρκτο group – κατασκεύσμα για την πρόκληση του Τύπου) και είχε αναμειχθεί με τον Malcolm McLaren στο κατάστημα Sex, είχε ήδη αποκομίσει εμπειρία από την punk σκηνή του Λονδίνου αλλά και της εισαγόμενης εκεί νεοϋορκέζικης σκηνής και είχε επιλέξει η ίδια τους μουσικούς που θα αποτελούσαν τους Pretenders στο πρώτο κι αξεπέραστο line up τους, τον Pete Farndon (μπάσο), τον James Honeyman Scott (κιθάρα) και τον Martin Chambers (τύμπανα). Η εικόνα της «γυναίκας αράχνης» άρχισε να χτίζεται για την Chrissie Hynde από τις πρώτες κιόλας μέρες των Pretenders, όταν το «Brass In Pocket» σκαρφάλωνε στα charts τα Χριστούγεννα του 1979, ο ένας από τους δύο συγκατοίκους της στο σπίτι που έμενε στην Endell Street του Covent Garden, ο Kevin Sparrow, γραφίστας για πολλά εξώφυλλα σε punk albums (Stranglers, Eddie & The Hot Rods), πέθανε από ένα μοιραίο μείγμα ηρωίνης και ουίσκι. Ήταν ο πρώτος από ένα σερί θανάτων που θα βίωνε η Hynde γύρω της στην επεισοδιακή καριέρα των Pretenders.
Το υλικό του album ήταν έτοιμο από την ίδια την Chrissie αλλά σε μια μορφή πολύ ακατέργαστη. Σε μια συνέντευξή του τον Ιανουάριο του 1981 στον Jas Obrecht για το Guitar Player, ο James Honeyman Scott, ο κιθαρίστας μίλησε σχετικά με το πώς έφτασαν τα τραγούδια του album να μορφοποιηθούν: «Κάναμε πρόβες τα τραγούδια για πολύ καιρό, σχεδόν ένα χρόνο. Η Chrissie είχε τα τραγούδια για πολύ καιρό και εμείς κάναμε ξανά και ξανά πρόβες, επτά μέρες τη βδομάδα. Αρχικά πολλά από τα riffs ήταν πολύ σκληρά -όπως το «Up The Neck» που ξεκίνησε ως reggae τραγούδι. Τους είπα, «Ας το επιταχύνουμε» και πρόσθεσα αυτή τη μικρή κιθαριστική φράση και έτσι άρχισαν όλα να παίρνουν μορφή, με μένα να προσθέτω αυτά τα κιθαριστικά περάσματα που μου άρεσε πολύ να κάνω επειδή η βασική μου επιρροή είναι οι Beach Boys. Έτσι προέκυψαν τα μελωδικά μέρη στα τραγούδια. Επιπλέον, στην Chrissie άρχισε να αρέσει η pop μουσική κι έτσι ξεκινήσαμε να γράφουμε τραγούδια σαν το «Kid«.»

Chris Thomas: ο θρυλικός παραγωγός που θεωρήθηκε το πέμπτο μέλος των Pretenders
Η Chrissie Hynde τηλεφώνησε προσωπικά στον Chris Thomas (The Beatles, Pink Floyd, Queen, Procol Harum, Roxy Music, Badfinger, Elton John, Paul McCartney, Pete Townshend, Pulp…), που γνώριζε από το 1977 από το στούντιο στο οποίο είχε κληθεί να ηχογραφήσει βοηθητικά φωνητικά στο δίσκο «Hurt» του Chris Spedding. «Συμφώνησε να μας κάνει παραγωγή. Ποτέ δε σκέφτηκα να ακούσω τη δουλειά κάποιου για να αποφασίσω αν ταιριάζει για τη δουλειά. Αν τον ήξερα προσωπικά και μου άρεσε η αύρα του, αρκούσε. Τουλάχιστον αυτό είχε λειτουργήσει ως τότε. Όχι ότι ο Thomas δεν έχει εκτυφλωτικό βιογραφικό και κάτι παραπάνω. Απλά όμως ήξερα ότι μπορώ να τον κάνω παρέα.» Η αυτοβιογραφία της Chrissie Hynde «Reckless: My Life As A Pretender» που κυκλοφόρησε το 2015 σταματάει την αφήγησή της, λίγο μετά το πέρας του ντεμπούτου album των Pretenders. Είναι αποκαλυπτική για τον τρόπο που λειτούργησε ως συνδετικός κρίκος ο Chris Thomas στη δημιουργία του ντεμπούτου τους: «Ο Chris Thomas μας πήγε στο στούντιο και μας έμαθε ποιοι ήμασταν. Η διαδικασία έγινε προφανής μετά από λίγο, αλλά αρχικά δεν ήταν. Κάναμε ό,τι νάναι. Αυτό κάνει ένας παραγωγός: αποφασίζει ένας. Αν όλοι προσπαθούν να πλασάρουν τις ιδέες τους, δε γίνεται τίποτα. Η δημοκρατία είναι απλά μια λέξη που χρησιμοποιείται για να καλμάρει τους πάντες. Ο παραγωγός περνάει πάρα πολύ χρόνο κάνοντας τον ψυχολόγο. Τηλεφωνήματά μου αργά μέσα στη νύχτα, πανικοί, να είμαι ανίκανη να ολοκληρώσω ένα στίχο ή να ικετεύω να αλλάξει κάτι που χρειάστηκε επτά ώρες για να ηχογραφηθεί, η μπάντα να διαφωνεί για όλα, να καθυστερεί να έρθει στο στούντιο γιατί έχει hangover, να διαχειρίζεται άσχημα τις άμυνές της. Η λίστα των ειρηνευτικών καθηκόντων ενός παραγωγού είναι ατελείωτη. Ο Martin ήταν πάντα μια ήρεμη παρουσία και διαιτητής από τη φύση του. Ο ίδιος ο Chris Thomas, στον οποίο ήδη αναφερόμασταν ως τον πέμπτο Pretender, ήταν οξύθυμος και δύστροπος. συχνά περισσότερο από όσο έναν καλλιτέχνη. Τον φοβόμουνα, έτρεμα μήπως τον εκνευρίσω, όλοι μας τον φοβόμασταν. Η ένταση μας διατηρούσε σφιχτά μεταξύ μας. Ο Chris το χρησιμοποιούσε ως πλεονέκτημα για να ελέγχει τις ηχογραφήσεις σαν καπετάνιος που κουμαντάρει το σκάφος του σε κάθε καιρό και λειτουργούσε.
Βασικά, η διαδικασία των ηχογραφήσεων είχε ως εξής: η μπάντα έμπαινε στο στούντιο μαζί, οι ενισχυτές συνδέονταν με διαφορετική φέτα στην κονσόλα. Η μπάντα έπαιζε ένα τραγούδι και το μέρος του καθενός ηχογραφούνταν σε διαφορετικό κανάλι. Επιλεγόταν το καλύτερο μέρος των drums ή συγκολούνταν από έναν συνδυασμό διαφορετικών εκτελέσεων – το ένα ήταν το καλύτερο, το άλλο είχε το πιο συμπαγές αίσθημα. Αυτό έπαιρνε κάποιο χρόνο γιατί ο χειριστής των μαγνητοταινιών έπρεπε να σκίζει την ταινία με ένα ξυράφι στο ακριβές σημείο και μετά να ξανασυρράπτει την ταινία. Μετά το μπάσο θα έπαιζε πάνω στα φτιαγμένα drums. Αυτό είναι το overdub: ένας τύπος σε μια κονσόλα ή ένα στούντιο που φοράει ακουστικά και παίζει πάνω σε κάτι που ακούει. Μετά γίνονταν τα overdubs της κιθάρας. Αν ο drummer έπαιζε με το click track (έναν μετρονόμο που έχει στα ακουστικά του) είναι ευκολότερο να συρράψεις γιατί ο ρυθμός είναι πιο σταθερός. Το να χρησιμοποιείς ένα click track δεν ήταν και πολύ δημοφιλές γιατί κατάστρεφε τις κορυφώσεις και τις υφέσεις των συναισθημάτων αλλά ήταν απαραίτητο μερικές φορές για να έχεις το καλύτερο υπόβαθρο αν χρειαζόταν να κάνεις αλλαγές.
Μετά ζητούνταν απ’ όλους να βγουν έξω, ενόσω εγώ περνούσα ένα σιωπηλό νευρικό κλονισμό καθώς τελειοποιούσα σε φρενίτιδα τους στίχους στο σημειωματάριό μου, πρόσθετα τα φωνητικά μου και μετέτρεπα το όλο πράγμα σε τραγούδι. Καμία πίεση. Μπορεί να περνούσε άλλη μια ώρα μέχρι να βρω μια ισορροπία στα ακουστικά μου ώστε να είμαι ευχαριστημένη, αλλά πιο συχνά, ήταν ένα κόλπο για να εξοικονομήσω χρόνο. Μετά το τραγουδούσα πέντε – έξι φορές και ο Chris και γω θα επιλέγαμε τις καλύτερες φράσεις από όλες τις προσπάθειές μου ή μπορεί να κρατούσαμε μια ολόκληρη ηχογράφησή μου αν μας ικανοποιούσε – συχνότερα όμως, κάναμε ένα μείγμα από ηχογραφήσεις. Τα τραγούδια τα είχαμε μάθει και τα παίζαμε ζωντανά οπότε η όλη διαδικασία μπορούσε να γίνει σχετικά γρήγορα. Ο ηχολήπτης ήταν σημαντικός παράγοντας: ο Bill Price ήταν το δεξί χέρι του Chris Thomas.»

Pretenders «Pretenders I» (Ιανουάριος 1980, Sire)
To «Private Life» των Pretenders:
Το «Private Life» δε μοιάζει με κανένα άλλο τραγούδι του δίσκου ηχητικά. Στέκεται μόνο του σαν ένα λαμπερό κομψοτέχνημα μέσα στην νεοκυματική, ρυθμική παλέτα των Pretenders και εκπέμπει υπόγειο κίνδυνο και ατμοσφαιρικότητα πολύ διαφορετική από το σύνηθες στιλ του σχήματος. Ο James Honeyman Scott μίλησε στο Guitar Player τον Ιανουάριο του 1981 σχετικά με το εκπληκτικό κιθαριστικό solo του σε αυτό, που έχει μείνει στην ιστορία: «Μισώ τα solos, αλήθεια. Αντίθετα μου αρέσει να παίζω κάτι που θα θες να σιγοσφυρίζεις μαζί του, κάτι μικρό. Υπάρχει ένα solo μου στο reggae κομμάτι «Private Life» που δε μου άρεσε όταν το έπαιζα γιατί είναι πολύ μακρύ και πιστεύω ότι τα μακριά solos είναι μπελάς εκτός αν ξέρεις να τα παίζεις. Εγώ δεν μπορώ να παίξω μακριά solos αλλά μου αρέσει να βλέπω τον Albert Lee και τέτοιους ανθρώπους να τα παίζουν. Πήγα και είδα τον Albert Lee να παίζει στο Palamino. Μου αρέσει να βλέπω τέτοιους ανθρώπους γιατί μπορούν να το κάνουν. Εγώ απλά δεν μπορώ, αυτοί όμως μπορούν να παίζουν μακριά solos και να μην ακούγονται βαρετοί.»
Αναρωτιέται κανείς για ποιον είναι γραμμένοι αυτοί οι τόσο οργισμένοι στίχοι, ποιος άνθρωπος στάθηκε ως έμπνευση για να γραφτεί με τέτοια περιφρόνηση, από την πλευρά του «τρίτου προσώπου» σε μια σχέση, αυτή η επίθεση στο δράμα ενός ανθρώπου που αφενός είναι παντρεμένος, αφετέρου νιώθει συνδεδεμένος και με την κρυφή σχέση του. Η Chrissie Hynde πάντως βρισκόταν σε σχέση με τον Ray Davies των Kinks ο οποίος ήταν ακόμα παντρεμένος (από το 1973) με τη δεύτερη σύζυγό του Yvonne Gunner…
Το δράμα της προσωπικής ζωής σου, μωρό μου, μ’ αφήνει εκτός
Το δράμα της προσωπικής ζωής σου, μωρό μου, μ’ αφήνει εκτός
Το δράμα της προσωπικής ζωής σου, μωρό μου, μ’ αφήνει εκτός
Το δράμα της προσωπικής ζωής σου, μωρό μου, μ’ αφήνει
Βαρέθηκα τους θεατρινισμούς σου, το νουμεράκι σου είναι σκέτη πλήξη
Είναι καλό για την τηλεόραση επειδή μπορείς να την κλείσεις
Αλλά όχι σε μένα αυτά.
Ναι ο γάμος σου είναι μια τραγωδία αλλά δεν με ενδιαφέρει
Είμαι πολύ επιφανειακή, μισώ κάθε τι επίσημο
Το δράμα της προσωπικής ζωής σου, μωρό μου, μ’ αφήνει εκτός
Το δράμα της προσωπικής ζωής σου, μωρό μου, μ’ αφήνει εκτός
Το δράμα της προσωπικής ζωής σου, μωρό μου, μ’ αφήνει εκτός
Οι συναισθηματικές χειρονομίες σου απλά με κάνουν να βαριέμαι μέχρι θανάτου
Έκανες την απεγνωσμένη αίσθησή σου, τώρα μη σπαταλάς άλλο τις ανάσες σου
Η προσκόλληση στην υποχρέωση λόγω ενοχής και μετάνοιας είναι μαλακίες δακρύβρεχτες
Και οι περιπλοκές της σεξουαλικής ζωής σου δεν με γοητεύουν καθόλου
Το δράμα της προσωπικής ζωής σου, μωρό μου, μ’ αφήνει εκτός
Το δράμα της προσωπικής ζωής σου, μωρό μου, μ’ αφήνει
Το δράμα της προσωπικής ζωής σου, μωρό μου, μ’ αφήνει εκτός
Το δράμα της προσωπικής ζωής σου, μωρό μου, μ’ αφήνει εκτός
Ζητάς τη συμβουλή μου, σου λέω «πήγαινε σ’ ένα γιατρό»
Ακόμα είσαι προσκολλημένος σε κάτι που αποδοκιμάζεις
Και θες να με χρησιμοποιήσεις για συναισθηματικό εκβιασμό
Νιώθω οίκτο όταν λες ψέμματα και απέχθεια όταν κλαις
Το δράμα της προσωπικής ζωής σου, μωρό μου, μ’ αφήνει εκτός
Το δράμα της προσωπικής ζωής σου, μωρό μου, μ’ αφήνει εκτός
Το δράμα της προσωπικής ζωής σου, μωρό μου, μ’ αφήνει εκτός
Το δράμα της προσωπικής ζωής σου, μωρό μου, μ’ αφήνει εκτός

Pete Farndon: ο μπασίστας των Pretenders πέθανε σε ηλικία 31 ετών στις 14 Απριλίου 1983, ένα χρόνο μετά από την απόλυσή του από το συγκρότημα.
Κατά έναν τρόπο, η Chrissie Hynde ενσωματώνει στην ερμηνεία του «Private Life» τον κυνισμό, την ένταση και την αγριότητα που συχνά υπήρχε στην συνύπαρξή της με τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος, μία συνύπαρξη που δεν άργησε να κορυφωθεί σε μοιραίο δράμα αμέσως μετά την κυκλοφορία και του δεύτερου album τους και της εξαντλητικής περιοδείας τους. «Μετά τη δεύτερη περιοδεία μας και το δεύτερο album, ο Pete άρχισε να γίνεται πολύ παράλογος, Δεν επικοινωνούσαμε και πολύ καλά. Και τώρα το μετανιώνω αυτό,» είπε η Chrissie Hynde στον Allan Jones του Uncut. «Συνειδητοποιώ ότι δεν ήμουν πολύ καλή με τον Pete. Συμπεριφερόταν όμως ως απόλυτος μαλάκας. Όταν τελειώσαμε εκείνη την δεύτερη περιοδεία μας, πήραμε μερικούς μήνες διακοπές. Όλοι μας είχαμε καεί και δεν θέλαμε να βλέπουμε ο ένας τον άλλο, αυτό σίγουρα. Συναντήθηκα με τον Jimmy και τον Martin και τους είπα ότι ήθελα να δώσω στον Pete μια δεύτερη ευκαιρία. Όλοι ξέραμε όμως ότι δεν μπορούσαμε να δουλέψουμε μαζί του. Ήταν αδύνατο να συνεργαστείς μαζί του. Είχε επιδεινωθεί πολύ άσχημα. Σε αυτή τη συνάντηση ο Jimmy μου είπε, «Κοίτα, αν συνεχίσει ο Pete μαζί μας, εγώ φεύγω.» Δεν τον ένιαζε τον Jimmy ότι ο Pete τον είχε φέρει στην μπάντα ή ότι και οι δύο κατάγονταν από το Hereford ή ότι ο Pete τα είχε με την αδελφή του Jimmy. Τον Jimmy τον ένοιαζε η μουσική και όταν ο Pete άρχισε να κάνει μη λειτουργική τη μουσική, ο Jimmy ήθελε να τον διώξει. Ο Jimmy ήταν πολύ στυγνός σε αυτό. Δεν θα άφηνε κανέναν να καταστρέψει τη μουσική του. Από αυτή την άποψη, ο Jimmy ήταν σκληρός – αλλά μόνο απ’ αυτή την άποψη. Τέλος πάντων, το ζήτημα ήταν ότι ο Jimmy απλά δεν θα ξανασυνεργαζόταν με τον Pete. Δεν μπορούσε. Ο Pete ήταν απλά ένα junkie. Τίποτ’ άλλο. Και ήταν πολύ δειλός και απαίσιος ο τρόπος που τον απολύσαμε. Δεν τον συναντήσαμε καν. Οπότε ο Dave Hill (manager τους) τηλεφώνησε στον Pere και του είπε «απολύεσαι». Έκατσα λοιπόν στο μικρό διαμέρισμά μου στη Marylebone και περίμενα να χτυπήσει το τηλέφωνο και φυσικά, ο Pete τηλεφώνησε κλαίγοντας και μου είπε «Μα τι συμβαίνει;» και του είπα «Λοιπόν, αυτό ήταν. Δεν μπορούμε να δουλέψουμε μαζί σου.» O Pete συγκλονίστηκε. Δεν ξαναμιλήσαμε. Ήταν junkie. Δεν το είδε νάρχεται γιατί το μόνο που μπορούσε να δει ήταν ο τρόπος ζωής ενός junkie. Ήμασταν πρώην εραστές και πλέον υπήρχε εχθρικότητα μεταξύ μας. Ήμουν ξεκάθαρα αρχηγός της μπάντας. Εγώ έγραφα τα τραγούδια. Αυτός το συχαινόταν αυτό και δεν του άρεσε επίσης το ότι έβγαινα με άλλους. Δεν του άρεσε όταν τα είχα με τον Ray Davies. Και του φέρθηκα πολύ κακά γιατί παρίστανε τον νταή. Δεν ήταν όμως νταής, ήταν σαν παιδάκι. Μπορώ να γίνω ένας όχι και τόσο καλός άνθρωπος και δε μου αρέσει να βγαίνει ο κακός εαυτός μου αλλά ο Pete το έκανε. Δεν ήταν μόνο όμως μεταξύ μας το πρόβλημα. Κανένας από την μπάντα δεν ήθελε να δουλέψει με τον Pete. Είχε γίνει εξαιρετικά επιθετικός.»

James Honeyman Scott: κιθαρίστας των Pretenders και δεξιοτέχνης του ήχου τους, πέθανε 26 ετών στις 16 Ιουνίου 1982
Δύο μέρες μετά την απόλυση του Pete Farndon, στις 16 Ιουνίου 1982, ξαφνικά πέθανε ο James Honeyman Scott: μετά από μια συναυλία για τον Ronnie Lane στο Venue στην Victoria, ο Scott το επόμενο πρωινό βρέθηκε νεκρός στον καναπέ του σπιτιού μιας κοπέλας -η καρδιά του απλά δεν άντεξε την συγκεκριμένη δόση της κοκαϊνης- και οι Pretenders βρέθηκαν στα πρόθυρα της διάλυσης. Η Chrissie Hynde δεν διέλυσε την μπάντα όμως: «Δεν ήθελα να τελειώσει εκεί, επειδή δεν ήθελα να γίνει εξαιτίας ενός λάθους του Jimmy. Αγαπούσα τόσο πολύ τον Jimmy και ήταν το μουσικό δεξί μου χέρι. Ήξερα ότι το τελευταίο που θα ήθελε ο Jimmy είναι να σταματήσει η μουσική μας. Διότι αυτός ήταν ο ήχος των Pretenders. Και γι’ αυτό αρνήθηκα να συνεχίσω solo. Επειδή οι Pretenders δεν ήταν ο δικός μου ήχος. Εγώ δεν ακούγομαι έτσι. Όταν τον γνώρισα ήμουν μια όχι και τόσο μελωδική punk, θυμωμένη κιθαρίστρια και τραγουδίστρια και ο Jimmy ήταν ο μελωδικός. Έβγαλε από μέσα μου όλη τη μελωδία. Και ήταν αυτό που είπε και ο Ray Davies, «ο άνθρωπος με τα αγκιστράκια» (the hook man). Έπαιζε όλα αυτά τα υπέροχα κιθαριστικά riffs, ο Jimmy ήταν ο πραγματικός μουσικός, όχι εγώ. Και συνειδητοποίησα ότι δεν μπορούσα να αφήσω τη μουσική να σβήσει. Γι’ αυτό διατήρησα την μπάντα.»
Σε δέκα μήνες θα πέθαινε και ο Pete Farndon, στις 14 Απριλίου 1983 – βρέθηκε νεκρός στη μπανιέρα του σπιτιού του αφού είχε κάνει ένεση με ένα μείγμα ηρωίνης και κοκαϊνης. To «Back On The Chain Gang» από τον τρίτο δίσκο των Pretenders του 1982, «Learning To Crawl» είναι ένα τραγούδι που είχαν ξεκινήσει να γράφουν μαζί η Chrissie Hynde με τον James Honeyman Scott και δεν ολοκλήρωσαν ποτέ. Η Hynde το αφιέρωσε στη μνήμη του.

Pretenders «The Isle Of View» (Οκτώβριος 1995, Warner Bros. Records)
To «Private Life (live unplugged)» των Pretenders:
To 1995 οι Pretenders ηχογράφησαν στο Jacob Street Studio του Λονδίνου, ένα unplugged live set που περιλάμβανε το «Private Life» φυσικά, με μια εξέχουσα μπάντα: πέρα από τα μέλη του σχήματος στα μέσα των 90s –Andy Hobson (μπάσο), Martin Chambers (τύμπανα), Adam Seymour (κιθάρα, αρμόνιο)- στην ηχογράφηση ακούγονται τα πλήκτρα του Damon Albarn, τα κρουστά του Mark Wiff Smith των Play Dead και τα εξαιρετικά έγχορδα του Duke Quartet. Εδώ το «Private Life» ακούγεται με πιο γήινη παραγωγή -του Stephen Street-, παραμένει ένα υπνωτιστικό reggae τραγούδι και η Chrissie Hynde μετά από δεκεπέντε χρόνια που το πρωτοτραγούδησε ακούγεται το ίδιο δεικτική και καυστική.

Grace Jones & Her Imaginary Twin: έργο του Jean Paul Goude του 1979
To «Private Life» δεν κυκλοφόρησε ποτέ σε single από τους Pretenders, έξι μήνες όμως μετά την κυκλοφορία του ντεμπούτου album τους, διασκευάστηκε από την Grace Jones και έγινε το πρώτο single της καριέρας της που ανέβασε στο βρετανικό chart. Η Grace Jones μετά από την τριλογία των disco albums της την τριετία 1977 – 1979 άλλαζε άρδην μουσικό προσανατολισμό και ύφος. Η disco ντίβα που πατούσε πάνω στο celebrity status της και στο Studio 54, περνούσε σε μια διαφορετική art pop φάση και τα πρώτα δείγματα αυτής της εκκίνησης ήταν μια σειρά από διασκευές: «Warm Leatherette» των Normal, «Walkin’ In The Rain» των Flash & The Pan, «Love Is The Drug» των Roxy Music, «Breakdown» των Tom Petty & The Heartbreakers, «The Hunter Gets Captured By The Game» των Marvelettes και φυσικά το «Private Life» των Pretenders. Μαζί με μερικά πρωτότυπα, αυτές οι διασκευές συμπλήρωσαν το album της «Warm Leatherette» του 1980. «Στα τέλη των 70s όλοι στο Λονδίνο όπως θυμάμαι, άκουγαν reggae μουσική και ελάχιστα άλλα πράγματα. Όπως όλοι οι λονδρέζοι punks ήθελα να κάνω reggae κι έτσι έγραψα το «Private Life«. Όταν πρωτάκουσα την εκτέλεση της Grace Jones (νομίζω σε ένα club στη Γερμανία) σκέφτηκα, ότι έτσι θα έπρεπε να ακούγεται αυτό το τραγούδι. Ήταν μία από τις κορυφαίες στιγμές στην καριέρα μου – χάρη στους δεξιοτέχνες Sly & Robbie και αυτή την καυτή ερμηνεία της Grace Jones. Κάποιος μου είπε ότι ήταν ιδέα του Chris Blackwell – ευχαριστώ Chris!»

Chris Blackwell: ο διορατικός παραγωγός και ιδιοκτήτης της Island Records και των Compass Point Studios που επέβαλλε τη reggae στη Βρετανία και τον κόσμο.
Η νέα περίοδος στην καριέρα της Grace Jones ξεκίνησε με τη γέννηση του γιου της Paulo. Στο βιβλίο της «I’ll Never Write My Memoirs» ο Chris Blackwell, ιδρυτής της Island Records και ουσιαστικά εμπνευστής της νέας κατεύθυνσης της Grace Jones, θυμήθηκε το χρονικό των ηχογραφήσεων στα Compass Point Studios στο Nassau στις Μπαχάμες, τα οποία ο ίδιος είχε ιδρύσει το 1977 Οι μουσικοί που πλαισίωναν την Grace Jones ήταν εξαιρετικοί. Στο μπάσο, ο Robbie Shakespeare, στα τύμπανα ο Sly Dunbar, στις κιθάρες, ο Barry Reynolds και ο Michael Chung, στα πλήκτρα ο Wally Badarou και στα κρουστά ο Uzziah Sticky Thompson. «Θα ξεκινούσαμε τον Νοέμβριο του 1979 αλλά η Grace γέννησε τον Paulo κι έτσι ξεκινήσαμε μερικές εβδομάδες αργότερα. Δεν εμφανίστηκα τις πρώτες μέρες γιατί ήξερα ότι θα ήταν δύσκολα για τους μουσικούς να εγκληματιστούν. Δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους και δεν τα πήγαιναν απαραίτητα και όλοι καλά μεταξύ τους. Διαφορετικοί κόσμοι. Μέχρι να πάω είχε βρεθεί από μόνος του ο τρόπος. Οι προσωπικότητες ενοερχηστρώθηκαν. Ο Wally Badarou και ο Sly Dunbar ήταν φτιαγμένοι από το ίδιο υλικό αλλά βρίσκονταν πολύ μακριά μεταξύ τους. Ήταν αυτό που το έκανε να λειτουργήσει τελικά – υπήρχε μια ένταση ανάμεσα σε κάθε τομέα της μπάντας που πρόσδιδε στη μουσική και την σφιχτή ποιότητά της αλλά και τη χαλαρότητά της. Ηχογραφούσαμε από το μηδέν, όσο πιο ζωντανά γινόταν. Ήταν πολύ συναρπαστικό αφού είχα την σοφία να βάλω τον Alex Sadkin ως ηχολήπτη στα Compass Point Studios. Ήταν πέρα από κάθε σύγκριση για το ταλέντο, το γούστο και την αίσθησή του. Ήταν το τελικό κομμάτι του παζλ. Ο δίσκος χρειαζόταν κάποιον φανταστικό δεξιοτέχνη για να μιξάρει με τη μία, να συλλαμβάνει το ρυθμό καθώς συμβαίνει, παιγμένος κυρίως ζωντανά, για να δώσει στη διαδικασία μια συγκεκριμένη ισορροπία και συνοχή. Καθόμουν εκεί και κάπως τους κινούσα προς τη σωστή κατεύθυνση και στήριζα και ενθάρρυνα την Grace να τραγουδάει με την μπάντα. Αυτή έγινε η Grace Jones Band. Η Grace δεν είχε ποτέ πριν την ευκαιρία να γίνει μάρτυρας αυτού του πράγματος αλλά ταίριαζε στην προσωπικότητά της και αυτή με τη σειρά της επηρρέασε την κατεύθυνση της μουσικής. Όταν δεν εμπλεκόταν στη δημιουργία της μουσικής, αυτή η μουσική θα μπορούσε να είναι για οποιονδήποτε. Τώρα όμως ήταν μουσική που ακουγόταν σαν αυτήν – όλη αυτή η διεθνής συμβολή, οι διαφορετικές ενέργειες, αλλά στην καρδιά της, πολύ τζαμαϊκανή. Όταν ηχογράφησαν το «Private Life» δεν το πίστευα, ήταν τόσο ρευστό και cool. Λειτούργησε πολύ καλύτερα από ό,τι θα μπορούσα να ελπίζω. Υπήρχε και μια punk επιρροή επίσης κατά έναν τρόπο, γιατί ακόμα μαινόταν τότε ως ενέργεια, ως προσέγγιση να φτιάχνεις δίσκους, όχι και τόση προσοχή στο λούστρο. Αντί να γίνουν πάρα πολλά overdubs και να υπάρχει μια ακριβής στρώση μουσικής, τους άφηνα να παίζουν ζωντανά. Άρχιζαν να παίζουν και μετά όταν είχαν συντονιστεί στο ρυθμό, έλεγα στον Alex να αρχίσει να ηχογραφεί. Ήμασταν τόσο τυχεροί που είχαμε τον Alex, ήταν υπεύθυνος για τον ήχο και έφτιαξε έναν ήχο που είναι σεβαστός ακόμα και σήμερα για κάθε είδος μουσικής. Ήταν ένας κλασικός ήχος και γι’ αυτό ευθυνόταν ο Alex. Τον αγαπούσα αυτόν τον ήχο. Τον αντιλαμβανόμουνα με την ίδια ισορροπία ήχων που είχε ο Bob Marley, στον οποίο είχα παίξει έναν παρόμοιο ρόλο. Δεν μου αρέσουν οι κλαταρισμένοι ήχοι, ήθελα διαύγεια αλλά αυτή ήταν μια τελείως διαφορετική προσέγγιση. Είχε τις ρίζες του σε έναν μινιμαλιστικό ήχο αλλά με καινούργιες, σχεδόν αφηρημένες λεπτομέρειες που πύκνωναν και αραίωναν στο εσωτερικό του. Μπορούσες να ακούσεις τα πάντα ξεκάθαρα στο χώρο που καταλάμβανε αλλά όλα ήταν ένα σώμα μαζί. Η ισχυρή απήχηση τότε της Grace ήταν αναμφίβολα η gay κοινότητα, που προερχόταν από την disco. Σκέφτηκα να κάνω μια έρευνα και να δω αν υπήρχαν τραγούδια που πήγαιναν καλά σε αυτό το underground κοινό, στα gay clubs, που να μην είναι όμως disco και άκουσα το «Warm Leatherette» των Normal. Επικοινώνησα με τον Daniel Miller που ήταν οι Normal και ταυτόχρονα ο ιδιοκτήτης της εταιρίας, της Mute. Δεν ήταν τεράστια επιτυχία αλλά ήταν underground, αναζητούσα όμως κάτι που θα λανσάρει την Grace σε πλατύτερο κοινό. Ήταν τα νέα διαπιστευτήριά της που έλεγαν ότι υπήρχε μια καινούργια βελτιωμένη Grace Hones. Ήταν κάτι διαφορετικό.»

Πατρότητα: έργο του Jean Paul Goude του 1980 φτιαγμένο κατά τη διάρκεια της δημιουργίας του artwork του «Warm Leatherette» και της γέννησης του γιου τους, Paulo.
Η Grace Jones ερμήνευσε το «Private Life» εντελώς διαφορετικά από την Chrissie Hynde. Ενώ η Hynde τόνιζε τον προκλητικό κυνισμό της απέναντι στο δράμα του εραστή, η Jones το αποδίδει σαν να μην έχει ακριβώς επαφή με το δράμα του, σαν μια αποστασιοποιημένη κρύα μηχανή. Η Jones τονίζει λέξεις κι όχι νοήματα, παραμένει εστιασμένη στο στυλιστικό ήχο της κάθε λέξης παρά σε αυτό που εννοεί και φυσικά χρησιμοποιεί όλες τις μανιέρες της γυναίκας – πάνθηρα που «σπούδασε» στα τέσσερα τελευταία χρόνια που είχαν προηγηθεί ως disco ντίβα. Πλέον η Grace Jones απολάμβανε το ρόλο της ως ανθρώπινος καμβάς του Jean Paul Goude: με όχημα το κορμί της, ο Goude παρέδωσε στο παγκόσμιο design μερικά από τα πιο εντυπωσιακά και πρωτοποριακά έργα του.

Grace Jones «Warm Leatherette» (1980, Island)

Grace Jones «Private Life» / «Pars» 7 inch single (1980, Island)

Grace Jones «Private Life» «She’s Lost Control» 12 inch Single (1980, Island)

Grace Jones «Private Life» / «She’s Lost Control» Single German Edition (1980, Island)

Grace Jones «Private Life» / «Pars» 7 inch Single Dutch Edition (1980, Island)
To «Private Life» της Grace Jones:

Grace Jones «Private Life» / «My Jamaican Guy» / «Fell Up» / She’s Lost Control» Remixes EP (1986, Island)
To «Private Life Remixed By Paul «Groucho» Smykle At The Fallout Shelter» της Grace Jones:
Η ομάδα του Chris Blackwell πρότεινε τραγούδια ασυνήθιστης pop, ή σχετικά άγνωστα ή αναπάντεχα που εξυπηρετούσαν την αναβάπτιση της Grace Jones στην νέα hi tech art pop της Jamaica με ένα μείγμα εξωτισμού παραπάνω και με ένα groove στη rhythm section συναρπαστικό και συμπαγές. Η ίδια η Grace Jones τα περνούσε όλα από το προσωπικό της μοουντουάρ, τους αφαιρούσε την όποια αύρα είχαν πριν και τα ερμήνευε τελετουργικά ως classics. Κάποια από τα τραγούδια που της έφεραν να τραγουδήσει αποδείχτηκε ότι δεν ήταν κατάλληλα -το «Brown Sugar» των Rolling Stones, το «Concrete Jungle» του Bob Marley που είχαν τραγουδήσει οι Specials. «Όταν ερμηνεύω ένα τραγούδι, έχω ανάγκη να μπαίνω στο χαρακτήρα του, διότι για μένα είναι όλα θέατρο. Πρέπει να τα πιστέψω και να τα δω στο δικό μου κόσμο, εκεί που βρίσκομαι εγώ. Μπορούσα να μεταφέρω όλη τη θεατρική εμπειρία μου σε αυτά τα τραγούδια και σε αυτή τη μουσική. Ποτέ δεν άκουσα πάνω από μια φορά αυτά τα τραγούδια που επιλέξαμε. Ξέρω από τη στιγμή που ακούω ένα τραγούδι αν πρόκειται να λειτουργήσει και να αντικατοπτρίσει τη δική μου συγκεκριμένη φιλοσοφία και μετά αφήνω το αυθεντικό τραγούδι πίσω μου. Μπορεί να νιώσεις ανασφαλής ότι δεν κάνεις τα πράγματα στη σωστή κατεύθυνση αν κατέχεις πολύ το αυθεντικό. Ήθελα να το τραβήξω στη δική μου περιοχή χωρίς να ανησυχώ για το ότι δεν είμαι πιστή στο πρωτότυπο. Δεν θέλω να νιώθω ότι πρέπει να το κάνω όπως έχει γίνει ήδη. Αυτή ήταν η δική τους φωνή. Πρέπει να βρω τη δική μου φωνή. Να το κάνω δικό μου τραγούδι. Να το πάρω από την Chrissie Hynde, τον Bryan Ferry, τον Smokey Robinson και να το σύρω στο δικό μου χώρο όπου η θέα είναι τελείως διαφορετική. Ήταν εύκολο να βρω το σημείο επαφής μου με το «Private Life» της Chrissie Hynde. Ήταν τόσο για την δική μου ιστορία όσο και για τη δική της. Μπορούσα να βάλω στον κόσμο μου αυτήν την έντονη αντίληψη του συναισθήματος. Εραστές, σχέσεις, θυμώνεις πολύ, χωρίζεις, κάποιος είναι έξαλλος μαζί σου επειδή δεν πας στο δείπνο με τη μητέρα του – το να τραγουδήσω ένα ερωτικό τραγούδι όσο ήμουν με τον Jean Paul ήταν πολύ εύκολο γιατί η σχέση μας ήταν πολύ έντονη από την αρχή. Μπήκα μέσα στο κεφάλι του και δε νομίζω ότι είχε ποτέ κάποια γυναίκα στο κεφάλι του πέρα από τη μητέρα του. Ήταν η πιο έντονη σχέση που είχα, οπότε ίσως ήταν αναπόφευκτο να μείνω έγγυος μέσα σε μερικούς μήνες. Οι ιδέες του αναστάτωναν πολλούς ανθρώπους οι οποίοι έφευγαν μακριά του. Εγώ δεν τις χόρταινα αλλά αυτό σήμαινε επίσης ότι ο καθένας μας ήταν τόσο αποφασισμένος όσο και ο άλλος και εφόσον είχαμε τόση μεγάλη έλξη μεταξύ μας, έσκαγαν συνέχεια προστριβές.»
Μερικά λεπτά πριν γυρίσουμε το video για το «Private Life» τσακωθήκαμε. Όχι σοβαρός τσακωμός, σχετικά συνηθισμένος, μιλούσα πολύ όμως με τον Jean Paul για τις ιδέες του και έλεγα τη γνώμη μου κι αυτός δεν είχε συνηθίσει έτσι. Ακόμα δεν μπορεί να το συνηθίσει. Συμφωνούσαμε στα περισσότερα και αν δεν συμφωνούσα μαζί του σε κάτι, προσπαθούσε να με κάνει να αλλάξω γνώμη. Υπήρχε σύγκρουση επιθυμιών. Είχα πολύ ισχυρές απόψεις και αυτός το ίδιο και αυτό συχνά οδηγούσε σε σύγκρουση, γιατί πάντα θεωρούσε καλύτερες τις δικές του ιδέες. Θυμάμαι το «Private Life» ήταν το πρώτο video που είχα κάνει στο οποίο δεν χρειάστηκε να χοροπηδώ συνέχεια από δω κι από κει. Εκείνες τις μέρες υπήρχαν τόσα πολλά κοφτά πλάνα στα videos – όλα ήταν κομματιαστά, εκτυφλωτικά, άδεια. Τα γρήγορα πλάνα μετά άλωσαν τις ταινίες ακόμα και τις τηλεοπτικές ειδήσεις. Παρά τις υπερβολές μου, εγώ ήμουν πιο μινιμαλιστική, με είχε διδάξει ο Issey Miyake, προτιμούσα την ακινησία, η οποία πίστευα ότι έχει μεγαλύτερη απήχηση. Οι εκφράσεις μου δεν είχαν ανάγκη τόσο γρήγορες αλλαγές, βασίζονταν στη διάρκεια που είχαν και αυτό έφερνε αποτέλεσμα. Ο Jean Paul έφτιαξε το video του «Private Life» στο οποίο είμαι απόλυτα ακίνητη και αυτός κουνούσε τα χέρια του για να δημιουργήσει σκιές – δεν υπήρχαν αλλαγές, οι άλλοι πίστευαν ότι είμαστε τρελλοί. Η μουσική και οι εκφράσεις του προσώπου μου υποκατέστησαν την ανάγκη για γρήγορη εναλλαγή πλάνων – έδειχνα τρομακτική, γιατί είχαμε τσακωθεί. Ήμασταν ανταγωνιστικοί συνεργάτες και οι τσακωμοί έδιναν στη δουλειά μας φρεσκάδα, δίνοντας στην αλλόκοσμη εικόνα μου μια νότα ρεαλισμού, έτσι ώστε να υπάρχει κάτι συνθετικό και αναλυτικό αλλά και επίσης κάτι συναισθηματικό και επικίνδυνο.»
The Dust: Grain One: Richenel «L’ Esclave Endormi»
The Dust: Grain Two: David Sylvian «I Surrender»
The Dust: Grain Three: Supertramp «Hide In Your Shell»
The Dust: Grain Four: Crosby, Stills, Nas & Young «Helpless»
The Dust Grain Six: Tame Impala «New Person, Same Old Mistakes»
The Dust Grain Seven: Fad Gadget «Saturday Night Special»
The Dust Grain Eight: The Cyrkle «The Visit (She Loved Me)»
The Dust Grain Nine: Eurythmics «No Fear, No Hate, No Pain, No Broken Hearts»
The Dust Grain Ten: Beach House «Walk In The Park»
The Dust Grain Eleven: Maxwell «Ascension (Don’t Ever Wonder)»