Παραδίνομαι
Posted by gone4sure στο 6 Απριλίου 2018
Το «I Surrender» είναι ένα αριστούργημα κλασικής κομψότητας. Κυλάει νωχελικά και αρμονικά μέσα στην κελαριστή διάρκειά του σαν μια από καρδιάς εξομολόγηση, μια εκφραστική απολογία στη Θεά Επιθυμία. Διότι αυτή παραμένει η καρδιά του: μια απόλυτη, τεράστια, συγκλονιστική επιθυμία που λυτρώνει από τις ταραχές ενός προηγούμενου εαυτού.

Ο David Sylvian το 1999
Μετά την κυκλοφορία του τέταρτου album του «Secrets Of The Beehive» το 1987, ο Sylvian διένυσε μια δεκαετία μέχρι το επόμενο προσωπικό album του στην οποία επιχείρησε τα πάντα: κυκλοφόρησε δύο albums μινιμαλιστικής avant garde με τον Holger Czukay των Can το 1988 – 1989, συνεργάστηκε με τον Russell Mills για την multi media εγκατάσταση «Ember Glance – The Permanence Of Memory» στη Shinagawa του Tokyo το 1990 και την ίδια χρονιά σχημάτισε μια δεύτερη εκδοχή των Japan και την ονόμασε Rain Tree Crow. Επιπλέον, κυκλοφόρησε δύο albums με τον Robert Fripp (1993 – 1995) αλλά και μία ακόμα multi media εγκατάσταση στο Shinjuku του Tokyo. Τέλος, παντρεύτηκε την Ingrid Chavez από την Minneapolis, ποιήτρια, φωτογράφο και darling του Prince, έκανε δύο κόρες μαζί της, τις Ameera-Daya (1995) και Isobel (1997) και πραγματοποίησε μια περιοδεία με τον τίτλο «Slow Fire – A Personal Retrospective» το 1995. Ωστόσο το 1998 η λογιστική – οικονομική κατάστασή του δεν ήταν καθόλου φωτεινή. Οι προσπάθειές του να πετάξει από την Minneapolis στα Real World Studios στην Αγγλία για να ξεκινήσει να δουλεύει μουσικά πάνω σε κάποιες ιδέες του διακόπηκαν από την δυστοκία της έμπνευσής του και την οικονομική δυσπραγία του η οποία τον ανάγκασε να επιστρέψει στο σπίτι του στην Minneapolis. Επιπλέον η ανασφάλειά του να συνθέσει μόνος του υλικό είχε πλέον γιγαντωθεί, οι δισταγμοί του να ολοκληρώσει δικές του ιδέες μόνος του δεν του επέτρεπαν να διατηρήσει ένα χρονικό προγραμματισμό τέτοιον που θα του επιτρέψει να έχει έτοιμο το υλικό ενός καινούργιου δίσκου σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα. Η ευτυχής συγκυρία του εξωδικαστικού συμβιβασμού που κέρδισε τελικά η Ingrid Chavez για την διεκδίκηση του συνθετικού credit της στο «Justify My Love» της Madonna, μετά τη μήνυση που είχε κάνει στον Kravitz το 1992, απέδωσε και μια γερή χρηματική αποζημίωση. Η Ingrid Chavez είχε γράψει ένα ποίημα για τον Lenny Kravitz και του το είχε δώσει και όταν αυτό χρησιμοποιήθηκε με τη συγκατάθεσή της (στην περίοδο που η Chavez έπαιζε στην ταινία «Graffiti Bridge» του Prince) από τον Kravitz και τον παραγωγό Andrew Betts για το τραγούδι της Madonna, περίμενε να πάρει και το credit που άξιζε. O David Sylvian έτσι, άρχισε να ηχογραφεί στο studio που είχε φτιάξει μόνος του στο σπίτι του, τα Atma Studios και σύντομα το υλικό του άρχισε να διαμορφώνεται στα Synergy Studios στο Los Angeles, βασισμένος στη δουλειά που έκανε την προηγούμενη χρονιά στα Real World Studios.

Το CD Single 1 «I Surrender»

To CD Single 2 «I Surrender» μαζί με την Ingrid Chavez
To single «I Surrender» κυκλοφόρησε το Φεβρουάριο του 1999 και ήταν ένας καθρέφτης της συναισθηματικής κατάστασής του εκείνη την εποχή: την παράδοσή του στην απόλυτη αγάπη και την ομολογία της μεταμόρφωσης του εαυτού του σε κάτι καινούργιο και πιο πνευματικό, ήταν η έκφραση της «επιθυμίας, το να επιθυμείς την επιθυμία μέχρι τελικά να της παραδοθείς, να εξαφανιστείς μέσα της και να γίνεις μέρος της, το να επιθυμείς το αγαπητό σου πρόσωπο ως το σημείο της απόλυτης παράδοσης και της αφομοίωσής σου στο μεγαλύτερο όλον.» Παρότι ο David Sylvian είχε ξανακάνει αναφορές σε τραγούδια του στην υποταγή όπως στο «Darshan» του 1993 από τη συνεργασία του με τον Robert Fripp, που υπονοούσε ικεσία σε «μία μεγαλύτερη δύναμη από την προσωπική», το «I Surrender» ακουγόταν πιο προσωπικό και πιο προσγειωμένο όσον αφορά στο μήνυμά του προς το ακροατήριό του, αφού ξεκάθαρα απευθυνόταν στη σύζυγό του. Ο ίδιος βέβαια, πιστεύει ότι τα θέματά του μπορούν να διευρυνθούν ως προς τις ερμηνείες και να συμπεριλάβουν πιο πνευματικούς ορίζοντες: «Κάποιοι έχουν ισχυριστεί ότι το να παραδίνεσαι είναι ένας εύκολος δρόμος,» είπε στον Rob Young του Wire. «Ποτέ δεν ένοιωσα ότι αυτό είναι αλήθεια. Πάντα ένιωθα ότι είναι το δυσκολότερο πράγμα το να παραδίδεις την βούλησή σου σε μια μεγαλύτερη δύναμη ή σε οτιδήποτε άλλο. Ή οποιονδήποτε. Δεν είναι ένα γεγονός που συμβαίνει μια κι έξω, είναι μια διαρκής διαδικασία που χρειάζεται να επικυρώνεις στο κάθε δευτερόλεπτο της ζωής σου.» Στη δημιουργία του «I Surrender» συνέβαλε ένα εκλεκτό επιτελείο μουσικών που ταιριάζουν εξαιρετικά με τον Sylvian: ο Kenny Wheeler παίζει flugelhorn, ο αδελφός του Sylvian, David Jansen παίζει κρουστά, ο Lawrence Feldman παίζει φλάουτο, ο Marc Ribot και ο ίδιος ο Sylvian παίζουν κιθάρες και ο παλιός γνώριμος και σταθερά αγαπητός Ryuichi Sakamoto παίζει φυσικά, ηλεκτρικό Rhodes πιάνο και ενορχηστρώνει. «Ο Ryuichi διαθέτει ένα πλούτο γνώσης από όλα τα μουσικά είδη,» είπε ο Sylvian. «Είναι ένας από τους ελάχιστους ανθρώπους που μπορεί να εφαρμόσει αυτή τη γνώση έτσι απλά. Μπορεί να βρίσκεσαι σε ένα δωμάτιο μαζί του δουλεύοντας σε κάποια ενορχήστρωση και να πει «θα ήταν ωραία κάποια στοιχεία από Debussy» και ξαφνικά αυτά εμφανίζονται… είναι πολύ σπάνιο αυτό και όλα έχουν την προσωπική σφραγίδα του.» Βέβαια η υπνωτιστική μαγεία των εννιάμισυ λεπτών του «I Surrender» δεν θα ήταν ίδια αν δεν υπήρχε στο υπόβαθρο αυτή η τεμπέλικη funky ρυθμική ραχοκοκκαλιά, ένα χαμηλόμπιτο, αργοκίνητο καραβάνι μπάσου (του Rick Laird) και τυμπάνων (του Billy Cobham) που δανείστηκε αυτούσια ο Sylvian από ένα υπέροχο jazz rock fusion κομμάτι του 1971, το «You Know You Know» της Mahavishnu Orchestra και του John McLaughlin μέσα από το ντεμπούτο album τους «The Inner Mounting Flame«.

The Mahavishnu Orchestra With John McLaughlin – The Inner Mounting Flame (1971, Columbia)
Το «You Know You Know» των Mahavishnu Orchestra with John McLaughlin:
Το «I Surrender» κυκλοφόρησε σε δύο διαφορετικά singles όπως ήταν η συνήθης πρακτική της εποχής στη δισκογραφία με σκοπό να πουσάρουν τις πωλήσεις, με αποτέλεσμα να καταφέρει να ανεβεί μέχρι το Νο.40 του βρετανικού chart, η καλύτερη εμπορική επίδοσή του σε single μετά το 1984 και το «Ink In The Well» από το ντεμπούτο album του που είχε φτάσει ως το Νο.36. Σε καθένα από τα δύο singles του «I Surrender«, φιλοτεχνημένα στα εξώφυλλά τους από την φωτογράφο και πρώην σύντροφο του David Sylvian, Yuka Fujii, υπήρχαν συνοδευτικά και από δύο επιπλέον τραγούδια (τέσσερα καινούργια τραγούδια συν το «I Surrender«, ένα κανονικό ep), ένα μήνα πριν την κυκλοφορία του μόλις πέμπτου προσωπικού album του «Dead Bees On A Cake» , στις 26 Μαρτίου 1999, δώδεκα ολόκληρα χρόνια μετά το προηγούμενό του «Secrets Of The Beehive«. Ο τίτλος του album του σίγουρα δεν ήταν κοινότοπος. «Στα περισσότερα πνευματικά μονοπάτια,» είπε στη δημοσιογράφο Sylvie Simmons για το Mojo το 1999, «ακούς τους ανθρώπους να μιλούν για το θάνατο του εαυτού -την αφομοίωσή του στην ιδέα της επιθυμίας- αυτό λοιπόν δημιούργησε την εικόνα των μελισσών που γίνονται ένα με το cake.» To «Dead Bees On A Cake» φέρει στα credits του την αφιέρωση του Sylvian όλου του album «με απέραντη αγάπη, ευγνομωσύνη και ταπεινότητα στα πόδια της αγαπημένης μου Amma (μητέρα) Mātā Amṛtānandamayī Devī«, την ινδή ασκητική φιλόσοφο και πνευματική ηγέτιδα που λάτρεψε ο Sylvian καθώς βοηθήθηκε από αυτήν για να βρει το μονοπάτι του προς την πνευματικότητα και την αγάπη.

David Sylvian «Dead Bees On A Cake» (Μάρτιος 1999, Virgin)

Ο David Sylvian στο artwork του «Dead Bees On A Cake»
To «I Surrender» του David Sylvian:
«Άνοιξα το μονοπάτι της καρδιάς
Τα άνθη μαράθηκαν χολωμένα από την αρχή
Εκείνη τη νύχτα διέσχισα τη γέφυρα των στεναγμών και παραδόθηκα
Κοίταξα πίσω και πρόσεξα το περίγραμμα ενός αγοριού
Οι οδύνες της ζωής του τώρα διαλύονται μέσα στη χαρά
Και σήμερα τα άστρα έχουν ευθυγραμμιστεί και παραδίνομαι
Η μητέρα μου κλαίει κάτω από ένα νότιο ουρανό και παραδίνομαι
Ηχογραφώντας άγγελους και ποιητές της νύχτας
Φέρνει πίσω τα τρόπαια των μαχών που δίνουμε
Φώτα από φακούς γεμίζουν τους ανοιχτούς ουρανούς και παραδίνομαι
Διαπεραστικές κραυγές έρωτα μου αποκρίθηκαν
Εκτροχίασαν τα τρένα του νου, ανατίναξαν τις αναστολές
Μου λες δε χρειάζεται να αναρωτιέμαι γιατί και παραδίνομαι
Στέκομαι πολύ κοντά να δω το τέχνασμα στα χέρια
Πώς αυτή ανακάλυψε το παιδί μέσα σε έναν τρομαγμένο άντρα
Σήμερα μαθαίνω να πετάω και παραδίνομαι
Ταξίδεψα όλον αυτόν το δρόμο για την αγκαλιά σου»
Μαγεμένος από την αναγνώριση στο πρόσωπό σου
Κράτα με τώρα καθώς η παλιά μου ζωή πεθαίνει απόψε και παραδίνομαι
Η μητέρα μου κλαίει πέρα από τους ανοιχτούς ουρανούς και παραδίνομαι
Ένα αρχαίο βράδυ ακριβώς πριν την πτώση
Το φως στα μάτια σου, το νόημα των πάντων
Τα πουλιά πετούν και γεμίζουν τον καλοκαιρινό ουρανό και παραδίνομαι
Πετάει τα φλεγόμενα βιβλία στη θάλασσα
«Έλα να βρεις το νόημα μέσα μου»
Είναι ντάξει που τα άστρα ευθυγραμμίζονται και παραδίνομαι
Η μητέρα μου κλαίει πέρα από τον φεγγαρόφωτο ουρανό και παραδίνομαι
Το σώμα μου γίνεται στάχτη στα χέρια της
Ο κόσμος από τα ίχνη που χάνονται στην άμμο
Πες μου τώρα ότι αυτή η αγάπη δεν θα πεθάνει ποτέ και θα παραδοθώ
Η μητέρα μου κλαίει πέρα από τους ανοιχτούς ουρανούς και παραδίνομαι.»
Όπως γράφει στον επίλογο του κεφαλαίου «Πίσω Στην Εδέμ«, ο Simon Reynolds στο βιβλίο του «Sex Revolts«:
“Κοντινή απεραντοσύνη” είναι η φράση με την οποία ο φιλόσοφος Gaston Bachelard χαρακτήρισε αυτή την κατάσταση – ένα αίσθημα ταύτισης με το σύμπαν που φέρνει κοντά το σώμα με τον ορίζοντα. Στην ψυχεδελική φαντασία, το βουκολικό, το διαστημικό και το ωκεάνειο μπλέκονται σε ένα σύνολο, επειδή όλα αναδίδουν μία αίσθηση πραότητας, εναγκαλιστικής γιγαντοσύνης. Μία γιγαντοσύνη που φαίνεται να υπόσχεται ένα τέλος στους διαχωρισμούς μας και μία διόρθωση της χαμένης αίσθησης της συνέχειας.»
Το απόσπασμα φαίνεται ως κάτι παραπάνω από ταιριαστό στην συναισθηματική κατάσταση του David Sylvian, στην ώριμη στιγμή του που συνειδητοποιεί ότι αυτός είναι ο τελικός προορισμός του, η εξαϋλωσή του μέσα της, η υπακοή του στο κάλεσμά της να βρει το νόημά του μέσα της. Σε αυτήν. Στην προκειμένη περίπτωση στην Ingrid Chavez, με την οποία, όπως συνήθως θέλει η ειρωνία της τύχης, ο David Sylvian χώρισε μόλις έξι χρόνια αργότερα… Το «I Surrender» είναι η νίκη του άντρα απέναντι στον τρόμο που του προκαλεί η σκοτεινιά και οι εκκρίσεις του γυναικείου σώματος και όπως υποστήριξε ο φροϋδικός ψυχαναλυτής Sandor Ferenczi, είναι η παράδοσή του στο δρόμο της επιστροφής του προς τον γυναικείο κόλπο, χωρίς φόβο. Είναι ο πλήρης απογαλακτισμός του από τη μητέρα του που κλαίει επίμονα και σε τακτά διαστήματα στους στίχους (κάτω από το νότιο ουρανό, κάτω από τον ανοιχτό ουρανό, κάτω από το φεγγαρόφωτο κ.λπ.) και στην εξαϋλωσή του «σε στάχτες» μέσα στην αγαπημένη του. O David Sylvian επιστρατεύει τον εικονοπλαστικό ρομαντισμό του και την δύναμη των συμβόλων -τον ουρανό, τα άστρα, τα φώτα- για να καταγράψει ένα επιστέγασμα σε μια προσωπική διαδρομή.

David Sylvian και Ryuichi Sakamoto στη νεορομαντική περίοδό τους, το 1981 στο «Bamboo Houses»
Αυτό που έχει ίσως μεγαλύτερη σημασία και γοητεία περισσότερο από την επίτευξη του στόχου του -την κατάκτηση της απόλυτης ενοποιητικής αγάπης- είναι ίσως η πλευρά της λύτρωσής του από τον παλιό εαυτό του. Ο Sylvian αναφέρεται γεμάτος σκοτεινά συναισθήματα στον παλιό εαυτό του, τον βλέπει σαν ένα αγόρι με τρομερές οδύνες, έναν «τρομαγμένο» άντρα, ένα μαραμένο άνθος από την αρχή του. Μάλιστα, η γυναίκα «καίει και πετάει στη θάλασσα τα βιβλία» που συμβολίζουν την γνώση που έχει αποκομίσει η οποία δεν τον έχει κάνει προφανώς ευτυχισμένο και δεν του έχει προσφέρει ένα ικανοποιητικό νόημα. Και είναι απόλυτα συμβατή αυτή η εικόνα με την καλλιτεχνική διαδρομή του David Sylvian, ενός μουσικού που από την αρχή της καριέρας του ετεροφωτίζεται από πρότυπα παρότι το καλλιτεχνικό προϊόν του παραμένει μεγάλης αξίας. Ο David Sylvian ως ιδιοσυγκρασία ένιωθε πάντα δέος και υποβαλλόταν από «γίγαντες» της μουσικής παράδοσης και εντσικτωδώς κατευθυνόταν προς αυτούς προσπαθώντας να τους μοιάσει, να «ζεσταθεί» από την ακτινοβολία τους. Όλη η διαδρομή του αποτελεί μια αλληλουχία αλλεπάλληλων μεταμορφώσεων με κοινό παρανομαστή καθεμιάς από αυτές τις μεταμορφώσεις, την προσκόλλησή του σε ένα πρότυπο. Αρχικά και σημειολογικά πολύ έντονη ήταν η αλλαγή του ονόματός του στην εποχή που ξεκινούσε την καριέρα του: ενώ λεγόταν David Alan Batt μετονομάστηκε σε David Sylvian, παίρνοντας το όνομα του αγαπητού κιθαρίστα του από τους New York Dolls, του Sylvain Sylvain (Sylvain Mizrahi). Ήταν η εποχή του glam rock που επηρρέασε βαθιά τον Sylvian στο ξεκίνημά του, όπως φάνηκε και από το ντεμπούτο album των Japan, το 1978, στο οποίο ο Sylvian είχε ήδη προχωρήσει στην αποθέωση του Marc Bolan (λαρυγγισμοί, σαρκασμός και glitter cool χαρακτήριζαν τις ερμηνείες του). Στη συνέχεια οι φωτοδότες του έγιναν ο Bryan Ferry και ο David Bowie που εξέθρεψαν την νεορομαντική περίοδό του στους Japan, παρουσιάζοντας μια σκανδαλιστική ομοιότητα στο στιλ του μαζί τους, τόση που προκαλούσε τη συχνή ειρωνία του Τύπου απέναντί του. Μέχρι που ανακάλυψε τον Ryuichi Sakamoto και θαμπώθηκε από την λεπτόγραμμη καλαισθησία του και μεταμορφώθηκε σε εστέτ συνεργάτη του. Και στη συνέχεια της καριέρας του ο David Sylvian έτεινε να προσκολλάται στους σπουδαίους συνεργάτες του, να βασίζεται σε αυτούς και να ακουμπάει συνθετικά πάνω τους, είτε έπαιζε μινιμαλιστική πρωτοπορία με τον Holger Czukay είτε έκλινε προς την προοδευτική, σύνθετη ηδυπάθεια του Robert Fripp. Κοινή συνισταμένη σε όλη την πορεία των σχέσεών του με τα πρότυπά του, η αγωνία της αυτοπραγμάτωσης, το κυνήγι της προσωπικής ολοκλήρωσής του, η οποία φυσικά, ποτέ δεν ερχόταν ικανοποιητική γιατί ήταν η αφετηρία του ετερόφωτη. Η αγωνία της μεταπήδήσής του από το ένα πρότυπο στο επόμενο στη διάρκεια της καριέρας του συνιστά τον «τρομαγμένο» άντρα γεμάτο οδύνες.
Κρύψου Στο Καβούκι Σου « All Gone said
[…] Παραδίνομαι […]
Αβοήθητοι « All Gone said
[…] Παραδίνομαι […]
Καινούργιο Πρόσωπο, Ίδια Παλιά Λάθη « All Gone said
[…] Παραδίνομαι […]
Κάτι Ιδιαίτερο Για Σαββατόβραδο « All Gone said
[…] Παραδίνομαι […]
Η Επίσκεψη « All Gone said
[…] The Dust: Grain Two: David Sylvian «I Surrender» […]
Ούτε Φόβος , Ούτε Μίσος, Ούτε Πόνος Ούτε Σπασμένες Καρδιές « All Gone said
[…] The Dust: Grain Two: David Sylvian «I Surrender» […]
Ούτε Φόβος , Ούτε Μίσος, Ούτε Πόνος, Ούτε Σπασμένες Καρδιές « All Gone said
[…] The Dust: Grain Two: David Sylvian «I Surrender» […]
Βόλτα Στο Πάρκο « All Gone said
[…] The Dust: Grain Two: David Sylvian «I Surrender» […]
Ανύψωση (Μην Αναρωτηθείς Ποτέ) « All Gone said
[…] The Dust: Grain Two: David Sylvian «I Surrender» […]
Βιέννη « All Gone said
[…] The Dust: Grain Two: David Sylvian «I Surrender» […]
Απασχολημένος Με Τη Μελαγχολία Μου « All Gone said
[…] The Dust: Grain Two: David Sylvian «I Surrender» […]
Προσωπική Ζωή « All Gone said
[…] The Dust: Grain Two: David Sylvian «I Surrender» […]
Πάνω Από Τη Γη « All Gone said
[…] The Dust: Grain Two: David Sylvian «I Surrender» […]
Πάγος « All Gone said
[…] The Dust: Grain Two: David Sylvian «I Surrender» […]
Ο αέρας που αφουγκράζεται « All Gone said
[…] The Dust: Grain Two: David Sylvian «I Surrender» […]
Η Μοναξιά Θυμάται Όσα Η Ευτυχία Ξεχνά « All Gone said
[…] The Dust Grain Two: David Sylvian «I Surrender» […]