All Gone

All Forgotten, All Blurred, All… Present

  • Tweetin’ All Gone Away

Το rock του ψυγείου

Posted by gone4sure στο 17 Μαρτίου 2011

R.E.M.
Collapse Into Now
(Warner Brothers)

Strokes
Angles
(RCA)

Μοιάζει κάπως ειρωνικό το πώς δύο ονόματα με τόσο εντυπωσιακό βεληνεκές στην μοντέρνα rock μυθολογία, επιστρέφουν με νέα albums που προκαλούν αρχικά και πρώτιστα, αμηχανία, παρότι για καθεμιά από τις δύο περιπτώσεις, οι λόγοι είναι τελείως διαφορετικοί. Οι R.E.M. -κάτι σαν σημαιοφόροι του λογιότατου αμερικανικού rock- και οι Strokes -κάτι σαν συνεχιστές του uber-cool κιθαριστικού rock ‘n’ roll της Νέας Υόρκης- δημιουργούν «παγωμένο» πρόσημο: δεν μπορείς να αποφασίσεις αν χαίρεσαι με τις «καλές» επιστροφές τους ή αν νιώθεις ότι έχεις «κορεστεί» τόσο πολύ που οι «καλές» μουσικές τους, δεν σου λένε τίποτα ως τέτοιες.

Ακούγοντας τα δύο albums, τσεκάρεις ότι όλα όσα θα μπορούσε να προσδοκά κάποιος από τα δύο σχήματα είναι εκεί. Οι R.E.M. έχουν φτάσει στο σημείο να προσφέρουν τον απόλυτα αθώο, τον πιο προσεκτικά «αναλλοτρίωτο» ήχο που θα μπορούσε ποτέ να έχει καταφέρει μία μπάντα με τριάντα χρόνια στην πλάτη της. Οι Strokes έχουν καταφέρει μετά το θριαμβευτικά σαρωτικό ντεμπούτο τους, να διατηρήσουν την αίγλη του ονόματός τους, σε αξιοπρεπή επίπεδα. Οι R.E.M. γράφουν τραγούδια που δεν ανήκουν σε καμία εποχή ως στιλ, οι Strokes κάνουν έμμεσα αναφορές στο παρελθόν του βιομηχανικού rock των 80’s, κόντρα στο «πνεύμα δρόμου» που όλο πυρ και μανία είχαν υποσχεθεί. Οι R.E.M. κρατάνε ζωντανά τα χαρακτηριστικά σημεία του ήχου τους -ο Michael Stipe, οι μελωδίες από το υπερπέραν του έντεχνου, ο ζυγοσταθμισμένος ηλεκτρισμός- και οι Strokes παίζουν με τα αυτονόητα των fans τους με μια ενεργητικότητα που αν μη τι άλλο είναι αξιοθαύμαστη…

Κι όμως… Και το «Collapse Into Now» και το «Angles» αφήνουν μια αίσθηση που απέχει μίλια από οποιαδήποτε έννοια αυθόρμητης «ιδρωμένης» διασκέδασης. Ακούγονται και τα δύο σαν θετικά πειράματα (που απέδωσαν ικανοποιητικά δεδομένα) αλλά ο βαθμός της ψυχαγωγικής φόρας τους είναι σχεδόν κάτω από το μηδέν. Και στα δύο albums, βρίσκεις πολύ δύσκολα αφορμές για να κατηγορήσεις ή να αποκαθηλώσεις, δε σου δίνουν πατήματα, δεν σε αφήνουν στιγμή να ακονίσεις μαχαίρια. Βέβαια, ούτε και θα ήθελες στην περίπτωση των R.E.M. να απολαύσεις μία συντριπτική ήττα ούτε στην περίπτωση των Strokes να γίνεις μάρτυρας κάποιου στραβοπατήματος που θα σήμαινε την απώλεια του πλεονεκτήματος ενός group με τον, κατά γενική, ομολογία, σημαντικότερο δίσκο των 00’s.

Φαντάζομαι, ότι και τα δύο πολυεθνικά groups έχουν ένα ιδανικό ακροατή στο νου τους για τα καινούργια πονήματά τους: οι R.E.M. φαντασιώνονται έναν fan γουρλωμένο και ελαφρώς φουσκωμένο από περηφάνεια που ανταποκρίνεται στο βασικό αίτημα των R.E.M. Είναι σαν να λένε, οι Αθηναίοι, «κοιτάξτε πώς καταφέρνουμε να διατηρούμε ατόφια την ακεραιότητά μας μετά από τόσα χρόνια με το κεφάλι ψηλά«… Από την άλλη, οι Νεοϋορκέζοι φαντάζονται έναν hipster ακροατή που έχει καταφέρει να παίξει ρόλο στο mainstream του περιβάλλοντός του. Είναι σαν να του λένε με αυτή την υπεράνω αλλαζονία που διακρίνει τους γκλαμουράτους rockers από τους «losers» του lo-fi: «ακούστε πόσο έξυπνα κλείνουμε το μάτι στους Romantics, τους Cars και τους Loverboy των 80’s χωρίς να χάνουμε ίχνος από τον cool μοντερνισμό μας…» Και μένεις να αναρωτιέσαι γιατί ξαφνικά ο Julian Casablancas μοιάζει τόσο πολύ στον Ric Ocasek.

Kαι τα δύο σχήματα φτιάχνουν τραγούδια καλοραμμένα, σένια, που αντέχουν στο χρόνο – με τους R.E.M. να «το’χουν» λίγο περισσότερο από τους άλλους. Και οι δύο γράφουν τραγούδια που είναι στο DNA τους να αποδίδονται εκκωφαντικά και κατανυκτικά στις συναυλίες τους. Αισθάνομαι, όμως, ότι και οι δύο δεν έχουν τίποτα απολύτως να πουν ως περιεχόμενο, με δυσκολία δικαιολογούν με μια σοβαρότητα την ύπαρξή τους σήμερα.

Αμφότεροι, δεν έχουν θυμό, δεν έχουν τρέλα, δεν έχουν επιθετικότητα, δεν «μυρίζουν» υγρά, δεν είναι ικανοί να κάνουν μαλαγανιές, δεν έχουν κανένα πάθος να τους σιγοκαίει. Παίζουν ένα rock ψυγείου που η τεχνολογία (και, ναι, το τονίζω) τα καλά τραγούδια τους έχουν καταφέρει να δίνουν την ψευδαίσθηση μιας υγιεινής τροφής που δεν είναι όμως αποτέλεσμα βιολογικής καλλιέργειας των συστατικών της, πλην όμως παραμένει η αίσθηση της «φρεσκάδας» τους.

Στους R.E.M. έχουν συνωστιστεί σε διάφορα φωνητικά cameos, η Patti Smith , ο Eddie Vedder των Pearl Jam και η Peaches (στο «Alligator Aviator Autopilot Antimmatter» όχι σε ρόλο φλεγόμενης βάτου) και επιπλέον ο Jacknife Lee στην παραγωγή.

Όλοι οι παραπάνω πραγματικά, δεν έχουν την παραμικρή σημασία στην τελική αποτίμηση των albums. Φοβάμαι, ότι γενικά αυτά τα δύο albums, δεν έχουν την παραμικρή σημασία, καταρχήν για τους φανατικούς πυρήνες των θαυμαστών τους. Για τους μεν R.E.M. κοντεύει πλέον να γίνει καθεστώς, ο κάθε δίσκος τους, τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια να χαιρετίζεται ως θαυμάσιος αλλά όλοι να του γυρνούν ευγενικά την πλάτη, ως ασήμαντο και πληκτικό (εξηγήστε μου παρακαλώ τι είναι αυτό που κάνει τους ανθρώπους να δίνουν άριστους βαθμούς σε ένα δίσκο αλλά να μην ανατρέχουν ποτέ πάλι σε αυτόν). Για τους Strokes, όλοι συμφωνούν ότι το τέταρτο album τους (έξι χρόνια μετά το ακόμα πιο αμήχανο τρίτο) είναι καλό και ok αλλά κανένας δε φαίνεται διατεθειμένος να το ξανακούσει (και επιστρέφουν άπαντες στο «Is This It«).

Είναι ίσως τα πιο ψυχαναγκαστικά συγχαρητήρια που μπορεί να δώσει κάποιος: δεν αρνείσαι ότι είναι καλό αλλά βαθιά μέσα σου, δε σε νιάζει καθόλου.

6,5/10 (στην επικολυρική κατάρρευση των R.E.M. στο τώρα)

6/10 (στις 80’s γωνίες των Strokes)

Ένα Σχόλιο to “Το rock του ψυγείου”

  1. moon_on_ice said

    Πολύ σωστός στη περίπτωση των strokes. Tο under cover of darkness κρατά ψηλά την ψυχαγωγική του αξία λογω της αθλιότητας της συνθετικής σύλληψης. πλήρης κακογουστιά που τη χαζεύεις ωστόσο με κάποιο ενδιαφερον

Σχολιάστε